Ιατρική Ζώων Συντροφιάς

Επιστημονικό Περιοδικό της Ελληνικής Εταιρείας Κτηνιατρικής Ζώων Συντροφιάς (ΕΛ.Ε.Κ.Ζ.Σ.)

 

Ιατρική ζώων Συντροφιάς - Τόμος 7 - Τεύχος 2 - 2018

Περιεχόμενα

  • Bullet71 1

    Άρθρο Σύνταξης

  • Bullet72 2

    Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία

  • Bullet72 3

    Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

  • Bullet72 4

    Έκθεση μιάς γάτας σε μανιτάρια βρώσιμα για τον άνθρωπο: ήταν άραγε τοξικά;

  • Bullet72 5

    Χορήγηση αναισθησίας κατά την εγκυμοσύνη στο σκύλο και τη γάτα

  • Bullet72 6

    Λίστα Συνεδρίων
    Η στήλη που ενδιαφέρει όλους μας. Τί, πού, πότε...

  • Bullet72 7

    Νέα εργαλεία για τον κτηνίατρο των ζώων συντροφιάς

  • Bullet72 8

    Οδηγίες προς τους συγγραφείς

 

Άρθρο Σύνταξης

Ιατρική Ζώων Συντροφιάς - Τόμος 7 - Τεύχος 2 - 2018Η αφορμή για αυτό το άρθρο σύνταξης ήταν η δημοσίευση από την Παγκόσμια Εταιρεία Ιατρικής Ζώων Συντροφιάς (WSAVA) κατευθυντήριων οδηγιών για την κτηνιατρική οδοντιατρική, ενός σημαντικού πονήματος 165 σελίδων. Η ΕΛΕΚΖΣ ανέλαβε τη μετάφραση των οδηγιών στην ελληνική γλώσσα, με στόχο να τις διανείμει στα μέλη της στο 10ο επετειακό Forum το Μάρτιο του 2019. Ιστορικά, η οδοντιατρική στην κτηνιατρική επιστήμη φαίνεται πως εφαρμόστηκε αιώνες π.Χ. στα ιπποειδή, μάλιστα υπάρχουν σχετικές αναφορές για αντιμετώπιση προβλημάτων των δοντιών και αναγνώριση της ηλικίας ιπποειδών ήδη από το 6ο αιώνα π.Χ. στην Κίνα. Στην αρχαία Ελλάδα φαίνεται πως βελτιώθηκε η τεχνική της αναγνώρισης της ηλικίας των ιπποειδών μέσω της οδοντοφυίας τους. Ο Σίμων ο Αθηναίος, τον 5ο αιώνα π.Χ., στο βιβλίο του «Κτηνιατρική τέχνη, η εκτιμητική των ιπποειδών», αναφέρεται στις ηλικίες ανατολής των δοντιών των ίππων και στον τρόπο εκτίμησης της ηλικίας τους. Μεταγενέστερα, το 333 π.Χ., ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του «Ιστορία των ζώων» δίνει έναν ορισμό της περιοδοντικής νόσου των ίππων, ενώ τη σκυτάλη πήραν οι Ρωμαίοι, οι οποίοι και ανέπτυξαν σημαντικά την οδοντιατρική των ιπποειδών. Στη σύγχρονη εποχή πρωτεργάτης στην οδοντιατρική ζώων συντροφιάς (ΟΖΣ) ήταν ο Joseph Bodingbauer τη δεκαετία του 1930 στη Βιέννη, ενώ στις Η.Π.Α. το πεδίο αυτό της κτηνιατρικής επιστήμης ξεκίνησε να αναπτύσσεται σχετικά πρόσφατα και κυρίως μετά το 1970. Συγκεκριμένα αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστή ειδικότητα της κτηνιατρικής επιστήμης το 1988 στις Η.Π.Α., με την ίδρυση του Αμερικανικού Κολλεγίου Κτηνιατρικής Οδοντιατρικής (AVDC) και στην Ευρώπη τo 1998 με την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Κολλεγίου Κτηνιατρικής Οδοντιατρικής (EVDC). Η πρώτη κτηνιατρική σχολή που δημιούργησε τμήμα κτηνιατρικής οδοντιατρικής ήταν η Κτηνιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια (U-Penn) στη Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α. στη δεκαετία του 1970, με πρωτοπόρο τον καθηγητή χειρουργικής Colin Harvey, o οποίος πρόσφατα τιμήθηκε από τη WSAVA στο Παγκόσμιο Συνέδριο Κτηνιατρικής Μικρών Ζώων στη Σιγκαπούρη για τη μεγάλη του συμβολή στην ανάπτυξη της κτηνιατρικής οδοντιατρικής. Η ανάπτυξη της ΟΖΣ είναι ραγδαία τις τελευταίες δύο δεκαετίες και σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς οι οδοντιατρικές, οι στοματολογικές και οι γναθοπροσωπικές παθήσεις αποτελούν τις συχνότερες παθήσεις που αντιμετωπίζονται στην κτηνιατρική των ζώων συντροφιάς, ενώ στη Βόρεια Αμερική και στην Ευρώπη σημαντικό μέρος των εσόδων ενός κτηνιατρείου προκύπτει από την ΟΖΣ.

Στα πλαίσια της ΟΖΣ ο κτηνίατρος αντιμετωπίζει περιστατικά περιοδοντικής νόσου, η οποία αποτελεί και τη συχνότερη νόσο του σκύλου και της γάτας, καταγμάτων των δοντιών (τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν εκτός από εξαγωγή με έμφραξη, ενδοδοντική θεραπεία και τοποθέτηση μεταλλικών στεφανών), φλεγμονώδεις παθήσεις του στόματος, ορθοδοντικά προβλήματα που οδηγούν σε τραυματική σύγκλειση, κατάγματα των γνάθων, νεοπλάσματα της στοματικής κοιλότητας, στοματορρινική επικοινωνία κ. ά.

Όπως τονίζεται και στις κατευθυντήριες οδηγίες της WSAVA, οι παθήσεις των δοντιών και του στόματος προκαλούν έντονο πόνο αλλά και λοιμώξεις, τόσο τοπικά, όσο και συστηματικά. Για τους λόγους που προαναφέρονται, θεωρείται ότι οι οδοντιατρικές παθήσεις που δεν αντιμετωπίζονται ή που αντιμετωπίζονται ανεπαρκώς, υποβαθμίζουν την ευζωία των ζώων συντροφιάς. Στις οδηγίες συμπεριλαμβάνεται, επίσης, εκτενής αναφορά σχετικά με τα ολέθρια αποτελέσματα της εφαρμογής οδοντιατρικών πράξεων χωρίς γενική αναισθησία (anesthesia-free, AFD ή non-anesthetic dentistry, NAD), η οποία είναι τουλάχιστον αναποτελεσματική ή ακόμα και επιβλαβής. Ακόμη συζητούνται η αρνητική επίδραση των αδιάγνωστων ή/και μη θεραπευμένων οδοντιατρικών παθήσεων στην υγεία και στη διάθεση των ασθενών ζώων και η σχέση τους με την ευζωία.

Όπως επισημαίνεται και στις οδηγίες, η οδοντιατρική αποτελεί μια ειδίκευση της κτηνιατρικής επιστήμης στην οποία δεν έχει δοθεί μέχρι τώρα η απαιτούμενη προσοχή και υφίστανται διάφοροι μύθοι και παρανοήσεις σχετικά με αυτή. Η διδασκαλία της κτηνιατρικής οδοντιατρικής στις κτηνιατρικές σχολές αποτελεί το μέσο με το οποίο η ειδικότητα αυτή της κτηνιατρικής επιστήμης θα εξελιχθεί και θα προοδεύσει, με στόχο την υψηλότερου επιπέδου παροχή υπηρεσίας στα ασθενή ζώα και τη βελτίωση της γενικής υγείας και ευζωίας τους.

Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

 

> Περίληψη

Η παρούσα μελέτη αφορά στην εφαρμογή της διαπυελικής ουρηθροστομίας σε τρεις γάτους φυλής κοινής Ευρωπαϊκής βραχύτριχης. Δύο γάτοι ηλικίας 1 και 3 ετών, προσκομίστηκαν με διαταραχές ούρησης εξαιτίας στένωσης της στομίας ύστερα από την εφαρμογή περινεϊκής ουρηθροστομίας για την αντιμετώπιση της υποτροπιάζουσας έμφραξης του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Ο πρώτος γάτος είχε υποβληθεί και σε 2η επέμβαση για τη διόρθωση της στομίας πριν από την προσκόμισή του. Ο τρίτος γάτος ηλικίας 3 ετών, παρουσίασε έμφραξη της ουρήθρας από λίθο στο ύψος των βολβουρηθραίων αδένων και προσκομίστηκε με αδυναμία ούρησης ύστερα από αποτυχία καθετηριασμού της ουρήθρας. Στα τρία περιστατικά επιλέχθηκε η εφαρμογή της διαπυελικής ουρηθροστομίας, διότι με αυτή τη χειρουργική τεχνική η στομία γίνεται περίπου 1 εκατοστό προσθιότερα των βολβουρηθραίων αδένων. Μετεγχειρητικά ο πρώτος γάτος σποραδικά εμφανίζει ουρολοιμώξεις, οι οποίες αντιμετωπίζονται με την κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία. Ο δεύτερος γάτος εμφάνισε πυουρία και διαπύηση του εγχειρητικού τραύματος, που αντιμετωπίστηκε με την τοποθέτηση καθετήρα τύπου Foley και την κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία. Ο τρίτος γάτος ήταν ελεύθερος συμπτωμάτων μετεγχειρητικά. Σε κανένα από τα τρία περιστατικά δεν εμφανίστηκε στένωση της στομίας.

> Εισαγωγή

Η ιδιοπαθής νόσος της κατώτερης ουροφόρου οδού της γάτας αναφέρεται και ως ουρολογικό σύνδρομο της γάτας, αλλά και ως διάμεση κυστίτιδα της γάτας επειδή παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη διάμεση κυστίτιδα του ανθρώπου.1 Η νόσος είναι συχνή στους γάτους και μπορεί να προκαλέσει μερική ή ολική έμφραξη της ουρήθρας, η οποία αντιμετωπίζεται με τον καθετηριασμό της. Σε περιστατικά όμως που ο καθετηριασμός της ουρήθρας είναι αδύνατος αλλά και σε περιστατικά υποτροπιάζουσας έμφραξης της ουρήθρας, η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη συντηρητική θεραπεία, εφαρμόζεται η περινεϊκή ουρηθροστομία (ΠΟ).2-5 Ωστόσο στις περιπτώσεις έμφραξης της ουρήθρας που η ΠΟ δεν μπορεί να εφαρμοστεί ή έχει αποτύχει, έχουν προταθεί και εφαρμόζονται άλλες τεχνικές ουρηθροστομίας όπως η προηβική ουρηθροστομία, η υποηβική ουρηθροστομία και η διαπυελική ουρηθροστομία (ΔΠΟ). Η ΠΟ και η προηβική ουρηθροστομία έχουν περιγραφεί εκτενώς2-13 σε αντίθεση με την υποηβική ουρηθροστομία και τη ΔΠΟ, για τις οποίες οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι φτωχές.14-16

Σκοπός της μελέτης είναι η περιγραφή της τεχνικής, της εξέλιξης και των επιπλοκών της ΔΠΟ, που εφαρμόστηκε σε τρεις γάτους για την αντιμετώπιση της αποφρακτικής μορφής της ιδιοπαθούς νόσου της κατώτερης ουροφόρου οδού.

> Ενδιαφέρουσες περιπτώσεις

Περιστατικό Νο1

Ένας γάτος, ηλικίας 1 έτους, φυλής κοινής Ευρωπαϊκής βραχύτριχης (DSH) προσκομίστηκε εξαιτίας διαταραχών της ούρησης. Ο γάτος ζούσε σε εσωτερικό χώρο μαζί με άλλες γάτες και σκύλους και ήταν πλήρως εμβολιασμένος και αποπαρασιτωμένος. Δύο μήνες πριν από την προσκόμισή του είχε υποβληθεί σε ΠΟ εξαιτίας υποτροπιάζουσας έμφραξης του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Ωστόσο, 1 μήνα μετεγχειρητικά, παρουσίασε στραγγουρία και δυσουρία εξαιτίας στένωσης της ουρηθροστομίας, για την οποία και διενεργήθηκε διορθωτική ΠΟ. Κατά την κλινική εξέταση διαπιστώθηκε μεγάλου βαθμού στένωση της ουρηθροστομίας. Η ουρήθρα καθετηριάστηκε με καθετήρα διαμέτρου 1mm μετά από μικρή τομή του ινώδους δακτυλίου που περιέβαλλε τη στομία και διενεργήθηκε ΔΠΟ για την αντιμετώπιση της στένωσης.

Περιστατικό Νο2

Ένας γάτος, ηλικίας 3 ετών, φυλής DSH προσκομίστηκε με διαταραχές της ούρησης. Ο γάτος διαβιούσε τόσο σε εσωτερικό, όσο και σε εξωτερικό χώρο μαζί με άλλες γάτες και ήταν πλήρως εμβολιασμένος και αποπαρασιτωμένος. Τέσσερις μήνες πριν από την προσκόμισή του είχε υποβληθεί σε ΠΟ, εξαιτίας υποτροπιάζουσας έμφραξης του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Ωστόσο, 2 μήνες μετεγχειρητικά παρουσίασε στραγγουρία και δυσουρία, οι οποίες προοδευτικά επιδεινώθηκαν. Κατά την προσκόμισή του ο γάτος λάμβανε ενροφλοξασίνη (5 mg/kg/24h, από το στόμα) εξαιτίας διαγνωσμένης λοίμωξης του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Στην κλινική εξέταση διαπιστώθηκε ουλοποίηση και στένωση της ουρηθροστομίας. Στην περιοχή του δέρματος γύρω από τη στομία διαπιστώθηκε φλεγμονή και πάχυνση του δέρματος (Εικόνα 1). Η ουρήθρα καθετηριάστηκε με δυσκολία με καθετήρα διαμέτρου 1mm και διενεργήθηκε ΔΠΟ για την αντιμετώπιση της στένωσης.

Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

Περιστατικό Νο3

Ένας ακέραιος γάτος, ηλικίας 3 ετών, φυλής DSH, προσκομίστηκε με αδυναμία ούρησης εξαιτίας έμφραξης του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος από ουρολιθίαση. Το επεισόδιο της έμφραξης ήταν το τρίτο σε διάστημα 2 μηνών. Λίγες ώρες πριν από την προσκόμιση, είχαν προηγηθεί πολλαπλές προσπάθειες καθετηριασμού της ουρήθρας χωρίς επιτυχία. Κατά την κλινική εξέταση διαπιστώθηκαν οίδημα της ακροποσθίας, καθώς και κακώσεις στην ακροποσθία και το πέος. Ακολούθως, εισήχθη καθετήρας διαμέτρου 1mm στην ουρήθρα μέχρι το ύψος των βολβουρηθραίων αδένων, όπου και εντοπιζόταν η έμφραξη. Ο λίθος με μηχανική απώθηση και υδροαπώθηση επανήλθε στην ουροδόχο κύστη, η οποία και καθετηριάστηκε. Διενεργήθηκε ΔΠΟ λόγω της εντόπισης της έμφραξης και της αναμενόμενης κάκωσης της ουρήθρας στο σημείο αυτό (Εικόνα 2).

Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

> Θεραπευτική αντιμετώπιση

Ο αιματολογικός και βιοχημικός έλεγχος που έγινε και στους τρεις γάτους ήταν φυσιολογικός. Στους γάτους Νο1 και Νο3, στη γενική εξέταση του ούρου βρέθηκε κρυσταλλουρία χωρίς συνυπάρχουσα ουρολοίμωξη και τους χορηγήθηκε αμοξυκιλλίνηκλαβουλανικό οξύ (20 mg/kg/12h, sc), προληπτικά. Στον γάτο Νο2 συνεχίστηκε η θεραπεία με ενροφλοξασίνη.

Σε όλα τα περιστατικά η προνάρκωση έγινε με μεδετομιδίνη (20-40 μg/kg, im), 30΄ λεπτά πριν από την εισαγωγή στην αναισθησία, η οποία έγινε με προποφόλη (2-4 mg/kg, ενδοφλέβια). Η διατήρηση της αναισθησίας μετά τη διασωλήνωση της τραχείας έγινε με ισοφλουράνιο. Ο πρωκτός συγκλείσθηκε προσωρινά με ραφή περίπαρσης. Η χειρουργική επέμβαση έγινε σύμφωνα με την περιγραφή των Bernande και Viguier (2006) σε έξι στάδια.15,16

v7i2 transpelvic img31. Τοποθέτηση του γάτου και αντισηψία

Ο γάτος τοποθετείται στο χειρουργικό τραπέζι σε πρηνή θέση, με τα οπίσθια άκρα να σταθεροποιούνται σε απαγωγή και με κατεύθυνση προς την κεφαλή (Εικόνα 3). Η θέση αυτή εξυπηρετεί στην αποκάλυψη της ηβοϊσχιακής σύμφυσης κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Ακολουθεί χειρουργική προετοιμασία του πεδίου (κούρεμα, αντισηψία) που περιλαμβάνει τη βάση της ουράς, την περινεϊκή χώρα, την οπίσθια κοιλιακή χώρα και την έσω επιφάνεια των μηρών. Εφόσον δεν έχει τοποθετηθεί καθετήρας στην ουρήθρα, εισάγεται στη φάση αυτή.

2. Τομή του δέρματος και αποκάλυψη των προσαγωγών μυών

Γίνεται ελλειπτική τομή του δέρματος γύρω από το όσχεο και την ακροποσθία, όπως ακριβώς κατά την ΠΟ, η οποία στη συνέχεια επεκτείνεται κεφαλικά κατά μήκος της ηβοϊσχιακής σύμφυσης μέχρι το πρόσθιο χείλος του ηβικού οστού ή και προσθιότερα εφόσον το ζώο είναι παχύσαρκο. Κατά τον χρόνο αυτό γίνεται ορχεκτομή, εφόσον ο γάτος δεν είναι ευνουχισμένος (περιστατικό Νο3). Ακολουθεί τυφλός διαχωρισμός των υποδόριων ιστών, αφαίρεση τμήματος του υποδόριου λίπους στα παχύσαρκα ζώα και παρασκευή της ηβοϊσχιακής σύμφυσης. Το πέος εισέρχεται στην πύελο ραχιαία της ηβοϊσχιακής σύμφυσης, η οποία οριοθετείται οπισθίως από το «V» που σχηματίζουν οι μυϊκές ίνες των προσαγωγών μυών. Αναγνωρίζονται και προστατεύονται οι βολβουρηθραίοι αδένες καθώς και οι ισχιοσηραγγώδεις και ισχιοουρηθραίοι μύς (Εικόνα 4).

Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

3. Αποκόλληση των προσαγωγών μυών και οστεκτομή του ισχιακού οστού

Με τη βοήθεια αποκολλητή περιοστέου ανασηκώνονται αμφοτερόπλευρα οι καταφύσεις των προσαγωγών μυών από την ηβοϊσχιακή σύμφυση και αποκαλύπτεται το οπίσθιο τμήμα της (Εικόνα 5). Χρησιμοποιώντας οστεοτόμο Ronguer γίνεται αμφοτερόπλευρη οστεκτομή του ισχιακού οστού μήκους 12mm και πλάτους 10mm περίπου. Απαιτείται προσοχή ώστε η εκτομή να μην περιλαμβάνει μαλακούς ιστούς και να μην παραμένουν οστικές παρασχίδες στα χείλη της οστεκτομής. Ακολούθως αποκαλύπτεται και ψηλαφάται η πυελική μοίρα της ουρήθρας με τον καθετήρα εντός του αυλού της.

Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

4. Ουρηθροτομή

Στις περιπτώσεις που είναι αδύνατος ο προεγχειρητικός καθετηριασμός της ουρήθρας, ο αυλός της ουρήθρας αναγνωρίζεται μετά την εγκάρσια μερική διατομή του πέους στο ύψος των βολβουρηθραίων αδένων και καθετηριάζεται. Ο χειρισμός αυτός δεν έγινε σε κανένα από τα τρία περιστατικά που περιγράφονται εδώ λόγω του επιτυχούς προεγχειρητικού καθετηριασμού της ουρήθρας. Ακολουθεί επιμήκης τομή της κοιλιακής μοίρας της ουρήθρας με λεπίδα Νο15 ή, καλύτερα, με ψαλίδι ιριδοτομής από το ύψος των βολβουρηθραίων αδένων έως 2-3mm πίσω από το πρόσθιο όριο της οστεκτομής. Η ουρηθροτομή πρέπει να έχει μήκος 10-12mm (Εικόνα2).

5. Ουρηθροστομία

Ο χειρισμός του τοιχώματος της ουρήθρας γίνεται με ατραυματικές λαβίδες De Bakey. Τοποθετούνται απλές χωριστές ραφές μεταξύ του βλεννογόνου της ουρήθρας και του δέρματος με μη απορροφήσιμο μονόκλωνο ράμμα διαμέτρου 4-0 (π.χ. νάιλον, πολυπροπυλένιο) με βελόνα στρογγυλή κόπτουσα. Η ραφή ξεκινάει από το πρόσθιο άκρο της στομίας, με τις δύο πρώτες ραφές υπό γωνία 45º ως προς τη μέση γραμμή και κατεύθυνση κεφαλικά ή με την πρώτη ραφή οριζόντια επιστρεφόμενη (Π) με διπλό πέρασμα από το κοιλιακό τοίχωμα της ουρήθρας - ραφή που εφαρμόστηκε στα τρία περιστατικά που περιγράφονται εδώ (Εικόνα 6). Οι ραφές συνεχίζονται προς τα πίσω εκατέρωθεν της ουρήθρας. Σε παχύσαρκες γάτες πιθανώς να απαιτείται η αφαίρεση λιπώδους ιστού γύρω από τη στομία (περιστατικό Νο1) ή και προσθιότερα (περιστατικό Νο3), ώστε να μειωθεί η τάση των ραμμάτων. Το πέος ακρωτηριάζεται οπισθίως των βολβουρηθραίων αδένων, αφού προηγουμένως τοποθετηθεί μια οριζόντια επιστρεφόμενη ραφή με μονόκλωνο απορροφήσιμο ράμμα διαμέτρου 3/0 στο κολόβωμα του πέους για αιμόσταση.

Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

6. Σύγκλειση της τομής

Η σύγκλειση της υπόλοιπης τομής γίνεται με απλές χωριστές ραφές (Εικόνα 7). Ο ουροκαθετήρας αφαιρείται και η διάμετρος της στομίας ελέγχεται με καθετήρα σκύλου 2-2,6 mm ή με κυρτή αιμοστατική λαβίδα Mosquito (Εικόνα 8) και θα πρέπει να επιτρέπει την είσοδό τους. Η ραφή του πρωκτού απομακρύνεται και, αφού ο γάτος τοποθετηθεί σε πλάγια κατάκλιση, η ουροδόχος κύστη κενώνεται με πίεση διαμέσου των κοιλιακών τοιχωμάτων. Με τον χειρισμό αυτόν στα περιστατικά 1 και 2 αποβλήθηκαν αιμορραγικά ούρα που περιείχαν βλέννα και πήγματα αίματος και στο περιστατικό 3, ούρα που παρέσυραν μικρού μεγέθους λίθους διαμέτρου έως 3 mm.

Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

Διαπυελική ουρηθροστομία σε τρεις γάτους

Μετεγχειρητικά στα περιστατικά μας τοποθετήθηκε κολάρο Ελισάβετ για την πρόληψη αυτοτραυματισμού. Χορηγήθηκαν ενροφλοξασίνη (5 mg/kg/24h, από το στόμα) για 10 ημέρες (περιστατικό Νο2), και αμοξυκιλλίνη- κλαβουλανικό οξύ (20 mg/kg/12h, από το στόμα) για 4 ημέρες (περιστατικά Νο1 και Νο3). Σε όλα τα ζώα χορηγήθηκε μελοξικάμη (0,15 mg/kg/24h, sc) για 3 ημέρες. Στο τραύμα γινόταν καθημερινά επάλειψη με αλοιφή φουσιδικού οξέος για 10 ημέρες. Επίσης, μέχρι την αφαίρεση των ραμμάτων (12 ημέρες), η άμμος απομακρύνθηκε από την αμμοδόχο και αντικαταστάθηκε με χαρτί εφημερίδας για την αποφυγή συγκόλλησης άμμου στην ουρηθροστομία. Η χημική ανάλυση των ουρολίθων του γάτου Νο3 αποκάλυψε ότι επρόκειτο για λίθους οξαλικού ασβεστίου. Σε όλους τους γάτους συστήθηκαν διαιτητικά μέτρα, καθώς έπασχαν από ιδιοπαθή νόσο της κατώτερης ουροφόρου οδού. Μετά την αφαίρεση των ραμμάτων, οι γάτοι επανεξετάστηκαν σε διάστημα 1, 3 και 6 μηνών και κάθε φορά ελεγχόταν η διάμετρος της στομίας με τους τρόπους που προαναφέρθηκαν.

> Εξέλιξη

Μετά την επέμβαση δεν παρουσιάστηκε ακράτεια ούρων σε κάποιο γάτο και όλοι ούρησαν φυσιολογικά μέσα στο πρώτο 24ωρο. Μετεγχειρητικά τις πρώτες 3 ημέρες παρατηρήθηκε αιματουρία. Οι γάτοι Νο1 και Νο3 νοσηλεύτηκαν για 4 ημέρες και ο γάτος Νο2 για 10 ημέρες.

Ο γάτος Νο1 σποραδικά εμφανίζει αιματουρία και πολυουρία στο διάστημα των 12 ετών που μεσολάβησαν από την επέμβαση. Η καλλιέργεια των ούρων επιβεβαιώνει κάθε φορά την ουρολοίμωξη, η οποία αντιμετωπίζεται με την κατάλληλη για τον εκάστοτε μικροοργανισμό αντιμικροβιακή θεραπεία, ενώ γίνεται προσπάθεια και για τον έλεγχο των ψυχογενών αιτιών των υποτροπών της κυστίτιδας.

Ο γάτος Νο2, που έπασχε από ουρολοίμωξη κατά την προσκόμισή του, την 3η μετεγχειρητική ημέρα εμφάνισε πυουρία και διαπύηση του εγχειρητικού τραύματος. Στην ουρήθρα τοποθετήθηκε καθετήρας τύπου Foley, ο οποίος αντικαθίστατο κάθε 24 ώρες και έγινε καλλιέργεια ούρων, στην οποία αναπτύχθηκε Corynebacterium spp, το οποίο ήταν ανθεκτικό στα περισσότερα αντιβιοτικά. Έτσι χορηγήθηκε υδροχλωρική βανκομυκίνη (15mg/kg/8h, ενδοφλέβια) για 4 ημέρες, οπότε και τα συμπτώματα υποχώρησαν και αφαιρέθηκε ο καθετήρας Foley. Η αντιβιοθεραπεία συνεχίστηκε με τη χορήγηση λινεζολίδης (10mg/kg/8h, από το στόμα) για ακόμα 10 ημέρες. Δύο μήνες μετεγχειρητικά παρουσίασε συμπτώματα ουρολοίμωξης. Κατά την κλινική εξέταση δεν παρατηρήθηκε στένωση της στομίας. Η καλλιέργεια των ούρων ήταν θετική και ο μικροοργανισμός που απομονώθηκε (Escherichia coli) ήταν ευαίσθητος στον συνδυασμό αμοξυκιλλίνη-κλαβουλανικό οξύ, ο οποίος χορηγήθηκε για 2 εβδομάδες (20 mg/kg/12h από το στόμα). Η καλλιέργεια των ούρων 1 εβδομάδα μετά το πέρας της θεραπείας ήταν αρνητική και ο γάτος ήταν ελεύθερος συμπτωμάτων για 1 έτος.

Ο γάτος Νο3 ήταν ελεύθερος συμπτωμάτων μετεγχειρητικά.

Οι γάτοι Νο1, Νο2 και Νο3, είναι πλέον ηλικίας 13, 4, και 5 ετών αντίστοιχα και παραμένουν ασυμπτωματικοί σε ό,τι αφορά στην υποτροπή της στένωσης/έμφραξης της ουρήθρας.

> Συζήτηση

Η κατά Wilson & Harrison (1971) ΠΟ αποτελεί για την πλειονότητα των χειρουργών, όπως και για εμάς, τη χειρουργική τεχνική πρώτης επιλογής για την αντιμετώπιση της αποφρακτικής μορφής της ιδιοπαθούς νόσου της κατώτερης ουροφόρου οδού της γάτας.2-7 Μια από τις σοβαρότερες επιπλοκές της ΠΟ είναι η στένωση της στομίας, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ανάλογης συμπτωματολογίας με αυτή της έμφραξης της ουρήθρας.3,17,18 Για την αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής στένωσης συνήθως προτείνεται η διορθωτική ΠΟ, η οποία δεν είναι πάντα τεχνικά εφικτή.3,19 Σε αυτήν την περίπτωση, αλλά και όποτε η ΠΟ δεν μπορεί να εφαρμοστεί ως πρώτη επιλογή λόγω ανεπάρκειας υγιούς τμήματος ουρήθρας, έχουν προταθεί η προηβική ουρηθροστομία,11 η υποηβική ουρηθροστομία14 και τέλος η ΔΠΟ.15

Στα περιστατικά Νο1 και Νο2 εφαρμόσαμε τη ΔΠΟ για την αποκατάσταση της στένωσης της ΠΟ. Η στένωση αποτελεί την πιο σοβαρή επιπλοκή της ΠΟ και συμβαίνει συνήθως στο βλεννογονοδερματικό όριο.20 Η μετεγχειρητική στένωση οφείλεται συνήθως σε εγχειρητικά σφάλματα, όπως η πλημμελής διατομή της ουρήθρας πρόσθια των βολβουρηθραίων αδένων, η αδυναμία κινητοποίησης του πέους λόγω της πλημμελούς απελευθέρωσής του από τις προσφύσεις του με την πύελο, με συνέπεια την αυξημένη τάση στην αναστόμωση, η ρήξη της ουρήθρας κατά τη διέλευση των ραμμάτων, η μη καλή συμπλησίαση του βλεννογόνου με το δέρμα της περινεϊκής χώρας και η μετεγχειρητική διάσπαση ή/και διαπύηση του χειρουργικού τραύματος.3,17-1 Στα περιστατικά αυτά, προτιμήθηκε η εκστόμωση της ουρήθρας σε προσθιότερη θέση με τη ΔΠΟ και όχι η διενέργεια διορθωτικής ΠΟ, διότι δεν ήταν δυνατό να εντοπισθούν τα ακριβή αίτια της στένωσης ώστε να αντιμετωπισθούν ανάλογα. Επιπλέον, στο περιστατικό Νο1 είχε ήδη γίνει μια διορθωτική ΠΟ και στο Νο2 η συνυπάρχουσα ουρολοίμωξη και η κακή κατάσταση των ιστών της περιοχής θα καθιστούσε την ΠΟ επισφαλή. Στο περιστατικό Νο3 επιλέχθηκε η ΔΠΟ λόγω ανεπάρκειας υγιούς τμήματος ουρήθρας για τη διενέργεια ΠΟ. Αυτό οφειλόταν στο σημείο και το αίτιο της έμφραξης (στο ύψος των βολβουρηθραίων αδένων από συμπαγή λίθο), της ορατής κάκωσης του πέους και της αναμενόμενης κάκωσης της ουρήθρας στο σημείο της έμφραξης από τον λίθο και από τους χειρισμούς που είχαν προηγηθεί (Εικόνα 6).

Η ΔΠΟ επιλέχθηκε από την προηβική ουρηθροστομία και την υποηβική ουρηθροστομία στα 3 περιστατικά, διότι η προηβική ουρηθροστομία, για την οποία υπάρχουν οι περισσότερες βιβλιογραφικές αναφορές,11-13 συνοδεύεται από σοβαρές και τις περισσότερες φορές μη αναστρέψιμες επιπλοκές όπως παράτριμμα και νέκρωση του δέρματος, ακράτεια ούρων και χρόνιες ουρολοιμώξεις. Σε μία έρευνα που έγινε σε 32 γάτες στις οποίες εφαρμόστηκε η προηβική ουρηθροστομία, το ένα τρίτο των γατών απεβίωσαν ή τους έγινε ευθανασία εξαιτίας των μετεγχειρητικών επιπλοκών. Επίσης, οι ιδιοκτήτες των γάτων που επιβίωσαν, ήταν δυσαρεστημένοι εξαιτίας της χρόνιας ερεθιστικής δερματίτιδας στην περιοχή της στομίας12. Σε πιο πρόσφατη έρευνα 11 από τις 16 γάτες στις οποίες έγινε προηβική ουρηθροστομία παρουσίασαν επιπλοκές και στις 6 από αυτές έγινε ευθανασία σε 1 έως 23 μήνες μετά την επέμβαση.13 Η υποηβική ουρηθροστομία παρουσιάζει πιθανώς λιγότερες επιπλοκές από την προηβική ουρηθροστομία, όμως η βιβλιογραφία είναι φτωχή.14 Επίσης πρόκειται για μια έντονα τραυματική τεχνική, καθώς για τη διενέργειά της απαιτείται οστεοτομή της ηβοϊσχιακής σύμφυσης και διαπυελική κινητοποίηση της ουρήθρας.

Η ΔΠΟ θεωρείται τροποποιημένη τεχνική της υποηβικής ουρηθροστομίας, που όμως είναι λιγότερο τραυματική.15 Η ΔΠΟ έχει περιγραφεί σε δύο μόνο έρευνες των ιδίων συγγραφέων (Bernarde & Viguier 2004,2006). Στη δεύτερη συμμετείχαν 19 γάτοι, από τους οποίους μόνον 3 έπασχαν από στένωση της ΠΟ. Μετεγχειρητικές επιπλοκές εμφάνισαν οι 8 από τους 19 γάτους. Αυτές ήταν: διάσπαση του χειρουργικού τραύματος (1/19), παροδική ακράτεια (1/19), ουρολοίμωξη (1/19), μόνιμος ή παροδικός χρωματισμός του τριχώματος από τα ούρα (3/19) και ιδιοπαθής νόσος της κατώτερης ουροφόρου οδού της γάτας (2/19).16

Δυο από τα περιστατικά μας, στα οποία η ΔΠΟ αποτελούσε δεύτερη ή τρίτη θεραπευτική επιλογή λόγω αποτυχίας της ΠΟ, παρουσίασαν μετεγχειρητική ουρολοίμωξη, ενώ στο τρίτο που η ΔΠΟ εφαρμόστηκε ως τεχνική πρώτης επιλογής δεν εμφανίστηκε. Αν και το δείγμα είναι μικρό, αυτό συμφωνεί με την έρευνα των Bernarde & Viguier στην οποία δεν παρουσιάστηκε ουρολοίμωξη σε κάποιο από τα 16 περιστατικά στα οποία η ΔΠΟ εφαρμόστηκε ως τεχνική πρώτης επιλογής.16 Πιθανώς αυτό να σχετίζεται με την κοιλιακή προσπέλαση της ουρήθρας και την αποφυγή κάκωσης του πυελικού και του αιδοιϊκού πλέγματος. Ανάμεσα στους προδιαθεσικούς παράγοντες, που έχουν ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση της ουρολοίμωξης, περιλαμβάνονται η προεγχειρητική χρήση ή κατάχρηση καθετήρων για την αποκατάσταση της διαβατότητας της ουρήθρας, η ιδιοπαθής αποφρακτική ουροπάθεια, λόγω της ιδιοπαθούς νόσου της κατώτερης ουροφόρου οδού της γάτας και η μεταβολή των ανατομικών και λειτουργικών φραγμών της ουρήθρας μετεγχειρητικά.3,5,17,19 Στο ένα από τα περιστατικά μας, οι σποραδικές ουρολοιμώξεις αποδόθηκαν σε υποτροπιάζουσα νόσου της κατώτερης ουροφόρου οδού της γάτας και ανιούσα λοίμωξη λόγω απώλειας των ανατομικών και λειτουργικών φραγμών της ουρήθρας. Στο δεύτερο περιστατικό που έπασχε από ουρολοίμωξη όταν χειρουργήθηκε, η διαπύηση του εγχειρητικού τραύματος αποδόθηκε σε ανάπτυξη ανθεκτικών στελεχών. Για τον λόγο αυτό και για την προστασία του περιβάλλοντος της κλινικής, αμέσως μετά τον έλεγχο της λοίμωξης, ο καθετήρας αφαιρέθηκε και ο γάτος έλαβε εξιτήριο από την κλινική και συνέχισε την κατάλληλη αντιμικροβιακή θεραπεία με χορήγηση από το στόμα. Παρά την επιπλοκή αυτή, δεν παρουσιάστηκε στένωση της στομίας και αυτό συμφωνεί με την έρευνα των Bernarde & Viguier, σύμφωνα με την οποία η ρήξη των ραφών σε ένα περιστατικό (1/19) δεν οδήγησε σε στένωση. Στο περιστατικό μας αυτό 2 μήνες αργότερα εμφανίστηκε εκ νέου ουρολοίμωξη που οφειλόταν σε διαφορετικό μικροβιακό αίτιο και έκτοτε ο γάτος δεν επανεμφάνισε συμπτώματα. Η ουρολοίμωξη αυτή εμπίπτει στις ευκαιριακές αναμενόμενες ουρολοιμώξεις, που παρουσιάζονται συχνά στα ζώα που πάσχουν από ιδιοπαθή νόσο της κατώτερης ουροφόρου οδού της γάτας και έχουν υποβληθεί σε ουρηθροστομία.6

Στα περιστατικά μας, η συρραφή δέρματος/ουρήθρας έγινε με συνθετικό μη απορροφήσιμο ράμμα διαμέτρου 4/0 (νάιλον) με χωριστές ραφές. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται ότι στην ΠΟ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μονόκλωνο ή πολύκλωνο απορροφήσιμο ράμμα (πολυδιοξανόνη, πολυγλακτίνη 4/0) σε απλές χωριστές ή συνεχείς ραφές.21 Πιθανόν αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στη ΔΠΟ, γεγονός που θα μείωνε την ενόχληση του ζώου αλλά και το τραύμα της στομίας κατά την αφαίρεση των ραμμάτων.3

Στο περιστατικό Νο3 λόγω έντονης παχυσαρκίας χρειάστηκε να γίνει εκτεταμένη αφαίρεση υποδόριου λίπους σε όλο το μήκος της τομής. Αν και στη περιγραφή της τεχνικής16 αναφέρεται γενικά ότι κατά τη χειρουργική προσπέλαση αφαιρείται λιπώδης ιστός από την περιοχή, η περιορισμένη αφαίρεση λίπους γύρω από την ουρηθροστομία στα παχύσαρκα ζώα δεν φαίνεται να μειώνει επαρκώς την τάση των ραφών της. Κατά τη γνώμη μας στα παχύσαρκα ζώα η χειρουργική τομή πρέπει να είναι μεγαλύτερη προς τα εμπρός και να αφαιρείται ικανή ποσότητα υποδόριου λίπους. Αυτό εξασφαλίζει την ανατομική συμμετρία της περιοχής μετά τη σύγκλειση της τομής και μειώνει την τάση των ραφών και την εισολκή της στομίας. Στο περιστατικό αυτό όπως και στα δύο άλλα, δεν παρατηρήθηκε στένωση της στομίας και αυτό συμφωνεί με τα μέχρι τώρα δεδομένα της βιβλιογραφίας. Στη ΔΠΟ, η στομία γίνεται περίπου 15-18 mm πρόσθια από τους βολβουρηθραίους αδένες, όπου η διάμετρος της ουρήθρας είναι μεγαλύτερη και αυτό συντελεί στην αποτροπή της στένωσης.

> Συμπεράσματα

Η ΔΠΟ εφαρμόστηκε σε 2 γάτους εξαιτίας αποτυχίας της ΠΟ και σε 1 γάτο σαν χειρουργική θεραπεία πρώτης εκλογής. Σε κανένα ζώο δεν εμφανίστηκε μετεγχειρητική στένωση της στομίας, ενώ ήπιες και ελεγχόμενες επιπλοκές εμφανίστηκαν μόνο στους 2 γάτους, στους οποίους εφαρμόστηκε ως δεύτερη επιλογή. Κατά τη γνώμη μας η τεχνική αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περιπτώσεις αποτυχίας της ΠΟ, ως εναλλακτική της υποηβικής ουρηθροστομίας και της προηβικής ουρηθροστομίας. Σε σύγκριση με την ΠΟ, προκειμένου να προτιμηθεί σαν τεχνική πρώτης εκλογής, φαίνεται ότι, αν και προϋποθέτει τη διενέργεια οστεκτομής, η κάκωση των νεύρων της περιοχής λόγω της κοιλιακής προσπέλασης της ουρήθρας είναι μικρότερη με αποτέλεσμα την καλύτερη λειτουργία του ουροποιητικού συστήματος μετεγχειρητικά και τη μείωση του ποσοστού των επιπλοκών. Όμως, οι βιβλιογραφικές αναφορές που θα την υποστήριζαν ως πρώτη επιλογή, εναλλακτική της ΠΟ, για την αντιμετώπιση της αποφρακτικής μορφής της ιδιοπαθούς νόσου της κατώτερης ουροφόρου οδού της γάτας, είναι ακόμα λίγες και η εφαρμογή της ως τεχνική πρώτης επιλογής αφορά κυρίως στα περιστατικά στα οποία η ουρηθροστομία απαιτείται να γίνει σε προσθιότερο σημείο της ουρήθρας.

 

> Βιβλιογραφία

1. Gieg JA, Chew DJ, McLoughlin MA. Παθήσεις της ουρο- δόχου κύστης. In: Saunders Εγχειρίδιο κτηνιατρικής των μικρών ζώων Birchard SJ, Sherding RG (ed) 3rd edn, Saunders: St Louis, 2006, pp. 895-914. Για την Ελληνική γλώσσα: MENDOR Editions SA 2008.

2. Smith CW Perineal urethrostomy. Vet Clin Small Anim Pract 2002, 32: 917-925.

3. Papazoglou LG, Basdani E. Perineal urethrostomy in the cat. Technique and complications. J Hellenic Vet Med Soc 2011, 62(2): 150-160.

4. Wilson GP, Harrison JW. Perineal urethrostomy in cats. J AmVet Med Assoc 1971, 159: 1789-1793.

5. Wilson GP, Kusba JK. Urethra. In: Current Techniques in Small Animal Surgery Bojrab MJ (ed) 2nd edn, Lea and Febiger, Philadelphia, 1983, pp. 325-333.

6. Flanders JA, Harvey HJ. Surgery of the urinary tract. In: The Cat Diseases and Clinical Management Sherding RG (ed) 2nd edn, Churchill Living stone, New York, 1994, pp. 1825-1845.

7. Caywood DD, Raffe MR. Perspectives on surgical management of feline urethral obstruction. Vet Clin North Am Small Anim Pract 1984, 14: 677-690.

8. Goldman AC, Beckman SL. Traumatic urethral avulsion at the preputial fornix in a cat. J Am Vet Med Assoc 1989, 194: 88-90.

9. Fox SM. Surgical repair of a traumatic perineal laceration with urethral transection: a case report. J Am Anim Hosp Assoc 1990, 26: 301-304.

10. Holt PE Non-prostatic dysuria. In: Urological Disorders in the Dog and Cat. 2nd ed, Manson Publishing, London, 2008, pp. 59-90.

11. Brandley RL. Prebubic urethrostomy. An acceptable urinary diversion technique. Prob Vet Med 1989, 1: 120-127.

12. Mendham (JH). - A description and evaluation of antepubic urethrostomy in the male cat. J Small Anim Pract 1970, 11: 709- 721.

13. Baines SJ, Rennie S, White RAS Prepubic urehrostomy: a longterm study in 16 cats. Vet Surg 2001, 30: 107-113.

14. Ellison GW, Lewis DD, Boren FC. Subpubic urethrostomy to salvage a failed perineal urethrostomy in a cat. Comp Cont Educ Pract Vet 1989, 11: 946-951.

15. Bernarde A, Viguier E. Transpelvic urethrostomy in 11 cats using an ischial oeteotomy. Vet Surg 2004, 33: 246-252.

16. Bernarde A, Viguier E. Transpelvic urethrostomy (TPU) in the cat: a new technique. Prospective survey: 19 cases. The European J Comp Anim Pract. 2006, 16: 41-49.

17. Smith CW, Schiller AG. Perineal urethrostomy in the cat: a retrospective study of complications. J Am Anim Hosp Assoc 1978, 14: 225-228.

18. Bass M, Howard J, Gerber B, Messmer M. Retrospective study of indications for and outcome of perineal urethrostomy in cats. J Small Anim Pract 2005, 46: 227-231.

19. Kusba JK, Lipowitz AJ. Repair of strictures following perineal urethrostomy in the cat. J Am Anim Hosp Assoc 1982, 18: 308- 310.

20. Phillips H, Holt DE. Surgical removal of the urethral stoma following perineal urethrostomy in 11 cats: (1998-2004). J Am Anim Hosp Assoc 2006, 42: 218-222.

21. Agrodnia MD, Hauptman JG, Stanley BJ, Walshaw R. A simple continuous pattern using absorbable suture material for perineal urethrostomy in the cat:18 cases (2000-2002). J Am Anim Hosp Assoc 2004, 40: 479-483.

 

 

 

Χορήγηση αναισθησίας κατά την εγκυμοσύνη στο σκύλο και τη γάτα

 

> Περίληψη

Η χορήγηση αναισθησίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης στα ζώα συντροφιάς επιβάλλεται σε περιπτώσεις προγραμματισμένης ή μη καισαρικής τομής ή σε περιπτώσεις αναγκαίας χειρουργικής επέμβασης. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, πραγματοποιούνται φυσιολογικά, μεταβολές στον οργανισμό του έγκυου ζώου που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όταν χορηγείται αναισθησία. Οι μεταβολές αυτές αφορούν κυρίως στο καρδιαγγειακό και στο αναπνευστικό σύστημα και λιγότερο σε άλλα συστήματα όπως στο πεπτικό. Στην περίπτωση της καισαρικής τομής, η προαναισθητική αγωγή συνήθως αποφεύγεται ή στηρίζεται στα οπιοειδή, αν και σύγχρονα δεδομένα επιτρέπουν τη χρήση α2-αδρενεργικών αγωνιστών. Η προεγχειρητική προετοιμασία του ζώου γίνεται πριν τη χορήγηση αναισθησίας και παράλληλα χορηγείται οξυγόνο. Η εγκατάσταση της αναισθησίας μπορεί να γίνει με τα γνωστά ενδοφλέβια αναισθητικά. Στο σκύλο, η προποφόλη υπερτερεί σε σχέση με τη θειοπεντάλη, ενώ η ετομιδάτη αποτελεί πολύ καλή επιλογή σε επιβαρυμένους ασθενείς. Αναφορικά με τις γάτες, μια καλή επιλογή είναι η χρήση ενός α2-αδρενεργικού αγωνιστή μαζί με κεταμίνη, ώστε να εξασφαλιστεί και η διατήρηση της αναισθησίας. Η τελευταία, στο σκύλο μπορεί να γίνει είτε με εισπνευστικά αναισθητικά, όπως το ισοφλουράνιο, είτε με ενέσιμα, όπως η προποφόλη. Η επισκληρίδια αναισθησία αποτελεί επιλογή σε κάποιες περιπτώσεις. Η μετεγχειρητική αναλγησία στηρίζεται στα οπιοειδή ή/και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και είναι απαραίτητη έτσι ώστε η μητέρα να φροντίσει τα νεογέννητα. Στις περιπτώσεις που το έγκυο ζώο υποβάλλεται σε αναισθησία για μη μαιευτική χειρουργική επέμβαση πρέπει να προλαμβάνεται ο κίνδυνος εμβρυοτοξικότητας π.χ., αποφυγή βενζοδιαζεπινών στην αρχή της εγκυμοσύνης, και να σταθμίζεται με ακρίβεια το βάθος της αναισθησίας.

> Εισαγωγή

Η αναισθησία των έγκυων ζώων συντροφιάς πρέπει να παρέχει ικανοποιητική καταστολή στο έγκυο ζώο, εξασφαλίζοντας την υγεία της μητέρας και τη βιωσιμότητα των εμβρύων.

Τις περισσότερες φορές ένα έγκυο ζώο υποβάλλεται σε αναισθησία για τη διενέργεια καισαρικής τομής που είναι είτε προγραμματισμένη, είτε επείγουσα, λόγω δυστοκίας. Δυστοκία αναμένεται γενικά στο 5% των τοκετών στις σκύλες και στο 3-8% των τοκετών στις γάτες.3 Επίσης, ένα έγκυο ζώο μπορεί να υποβληθεί σε αναισθησία όταν απειλείται η ζωή του όπως π.χ. μετά από αυτοκινητιστικό ατύχημα. Σε αυτήν την περίπτωση, η αναισθησία πρέπει να είναι ασφαλής για την έγκυο και τα έμβρυα και να μη συμβάλλει στην έναρξη ενός πρόωρου τοκετού, ο οποίος μπορεί να προκύψει ως αποτέλεσμα του τραυματισμού, των χειρουργικών χειρισμών και της επίδρασης των χορηγούμενων αναισθητικών φαρμάκων.3,5 Στις περιπτώσεις διακοπής ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης κύριος αποδέκτης της αναισθησιολογικής φροντίδας είναι η μητέρα.

Αξίζει να σημειωθεί πως δεν υπάρχει καμιά δραστική ουσία που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με απόλυτα τεκμηριωμένη ασφάλεια σε όλους τους ασθενείς, ούτε κάποιο αναισθητικό πρωτόκολλο που να «λύνει τα χέρια» του κτηνιάτρου σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις. Έτσι, ο κλινικός κτηνίατρος οφείλει να αξιολογεί το κάθε περιστατικό ξεχωριστά και να επιλέγει το αναισθητικό του πρωτόκολλο με βάση την κατάσταση του ζώου. Για να λάβει τις σωστές αποφάσεις πρέπει αρχικά να γνωρίζει τις φυσιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στο ζώο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του τοκετού, οι οποίες θα αναφερθούν στη συνέχεια, καθώς και τη βασική φαρμακολογία των αναισθητικών φαρμάκων.2

Στόχος του παρόντος άρθρου είναι η ενημέρωση του κλινικού κτηνιάτρου για τις δυνατότητες χορήγησης ασφαλούς αναισθησίας στα έγκυα ζώα συντροφιάς, σύμφωνα με τα νεότερα βιβλιογραφικά δεδομένα.

> Φυσιολογία της εγκυμοσύνης στα ζώα συντροφιάς

Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, οι μεταβολικές ανάγκες του έγκυου ζώου αυξάνονται με αποτέλεσμα την πυροδότηση μιας σειράς αλλαγών σε διάφορα συστήματα.1 Τα περισσότερα σχετικά δεδομένα προέρχονται κυρίως από τον άνθρωπο και τα πρόβατα.1,16 Παρόλα αυτά, η αναγωγή των αποτελεσμάτων στα ζώα συντροφιάς θεωρείται αποδεκτή, επειδή οι ορμονολογικές μεταβολές κατά την εγκυμοσύνη είναι παρόμοιες στον άνθρωπο και στα ζώα.16 Η συγκέντρωση της προγεστερόνης στο αίμα αυξάνεται κατά τα πρώτα στάδια της εγκυμοσύνης, παραμένει αυξημένη μέχρι το μέσο της κύησης και στη συνέχεια αρχίζει να μειώνεται, για να φτάσει σε βασικές τιμές (< 2 ng/ml ορού) 24 ώρες πριν από την έναρξη του τοκετού. Άλλες σημαντικές ορμονικές μεταβολές που συμβαίνουν στις τελευταίες εβδομάδες της εγκυμοσύνης είναι η αύξηση στη συγκέντρωση της προλακτίνης, της ρελαξίνης και των οιστρογόνων. Επιπρόσθετα, όσο πλησιάζει ο τοκετός διαπιστώνεται και αύξηση στη συγκέντρωση της κορτιζόλης, των προσταγλανδινών και της ωκυτοκίνης, οι οποίες τελικά προκαλούν την έναρξη του τοκετού. Άλλες μεταβολές αναισθησιολογικού ενδιαφέροντος, που αναμένονται στο δεύτερο μισό της κύησης αποδίδονται σε μηχανικά αίτια λόγω της πίεσης που ασκείται στην κοιλία από την κυοφορούσα μήτρα.2 Δεν έχει διευκρινιστεί αν ο βαθμός πίεσης είναι μεγαλύτερος στα ζώα συντροφιάς από ότι στον άνθρωπο ή σε άλλα είδη ζώων και κατά πόσο συμβάλλει το βάρος του κυήματος σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι το μέσο βάρος των νεογέννητων γατιών και κουταβιών την ημέρα της γέννησης ισοδυναμεί με το 13,2% και 16,1% του βάρους της μητέρας, αντίστοιχα, ενώ τα ανάλογα ποσοστά για τον άνθρωπο και το πρόβατο είναι 5,7% και 11,4% αντίστοιχα.1

Οι σημαντικότερες φυσιολογικές μεταβολές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αφορούν κυρίως στο καρδιαγγειακό και στο αναπνευστικό σύστημα του έγκυου ζώου και επηρεάζουν άμεσα την αναισθησία. Αλλαγές ωστόσο, συμβαίνουν και σε άλλα συστήματα του ζώου όπως, το πεπτικό και το ουροποιητικό. Η κατανόηση αυτών των μεταβολών αποτελεί προϋπόθεση για την κατάρτιση ενός ασφαλούς αναισθητικού πρωτοκόλλου για το έγκυο ζώο και τα έμβρυα.16

Καρδιαγγειακό σύστημα

Η εγκυμοσύνη επηρεάζει το καρδιαγγειακό σύστημα με ποικίλους μηχανισμούς.16 Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ο όγκος του αίματος αυξάνεται σταδιακά περίπου κατά 40%.1 Συγκεκριμένα, αυξάνεται περισσότερο ο όγκος του πλάσματος και όχι τόσο ο συνολικός αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται μείωση του αιματοκρίτη και της περιεκτικότητας του αίματος σε αιμοσφαιρίνη (η μείωση είναι συνήθως ανάλογη του μεγέθους της τοκετοομάδας).1,2,4,33 Έτσι, η εύρεση ενός φυσιολογικού αιματοκρίτη σε προχωρημένη κύηση πιθανά υποδηλώνει αιμοσυμπύκνωση ή μικρού μεγέθους τοκετοομάδα. Επίσης, αναλογικά με την αύξηση του όγκου του αίματος αυξάνεται και η καρδιακή παροχή, κατά 30-50%, ενώ παρατηρείται και αύξηση της καρδιακής συχνότητας.1 Παρόλα αυτά, η μέση αρτηριακή πίεση (ΜΑΠ) διατηρείται σε φυσιολογικά επίπεδα.1,2 Σε προχωρημένη εγκυμοσύνη η αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση λόγω της κυοφορούσας μήτρας σε συνδυασμό με ραχιαία κατάκλιση του ζώου, μπορεί να προκαλέσει μείωση της φλεβικής επιστροφής, λόγω συμπίεσης της οπίσθιας κοίλης φλέβας και της αορτής, μείωση της καρδιακής παροχής, βραδυκαρδία, υπόταση και κατ’ επέκταση μείωση της αιμάτωσης της μήτρας και των νεφρών. Φαίνεται όμως πως στα ζώα συντροφιάς το φαινόμενο αυτό δεν έχει την ίδια κλινική σημασία όπως στον άνθρωπο.1,2 Μάλιστα ο Abitbol (1978),7 προκάλεσε τεχνητά παροδική συμπίεση της οπίσθιας κοίλης φλέβας με απολινώσεις τόσο της ίδιας όσο και των νεφρικών αγγείων σε έγκυους και μη σκύλους και παρατήρησε μείωση της αρτηριακής πίεσης στα έγκυα ζώα αλλά όχι βαριά κλινικά συμπτώματα όπως αυτά που εμφανίζονται στον άνθρωπο, δηλαδή βραδυκαρδία και υπογκαιμικό σοκ. Έτσι, παρότι η ραχιαία κατάκλιση δεν είναι απαγορευτική, καλό είναι το έγκυο ζώο να μην μένει πολλή ώρα σε αυτήν πριν την έναρξη της επέμβασης.6 Τέλος, κατά την εγκυμοσύνη αυξάνεται το έργο της καρδιάς, με αποτέλεσμα ασθενείς με ελεγχόμενα ή ασυμπτωματικά καρδιολογικά νοσήματα να απορρυθμίζονται και ενίοτε να προκαλείται παροδική συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.1,2 Αντίστοιχο περιστατικό έχει περιγραφεί σε γάτα, η οποία εμφάνισε συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης. Η γάτα υποβλήθηκε σε θεραπεία για πνευμονικό οίδημα και έπειτα σε ωοθηκυστερεκτομή. Τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας υποχώρησαν μετά από την επέμβαση, ενώ μετά από τέσσερις μήνες διακόπηκε η θεραπεία για την καρδιακή ανεπάρκεια, επειδή η γάτα ήταν υγιής, και παρέμεινε ασυμπτωματική επί εννέα χρόνια.30 Επίσης, έχει περιγραφεί περιστατικό καρδιακής ανεπάρκειας, έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό, σε σκύλο, ο οποίος και κατέληξε άμεσα. Η παθολογοανατομική εξέταση του ζώου και η ιστοπαθολογική εξέταση της καρδιάς ήταν συμβατές με την μυοκαρδιοπάθεια του ανθρώπου που εμφανίζεται κοντά στον τοκετό, ή τη λοχεία.29

Αναπνευστικό σύστημα

Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αυξάνεται ο κατά λεπτό αναπνεόμενος όγκος αέρα, δηλαδή η αναπνευστική συχνότητα και ο όγκος της αναπνοής και αυτό έχει ως συνέπεια τη σταδιακή μείωση της μερικής πίεσης του διοξειδίου του άνθρακα στο αρτηριακό αίμα (PaCO2) γύρω στα 28-32 mmHg σε αντίθεση με αυτή των φυσιολογικών ζώων στα οποία κυμαίνεται στα 35-45 mmHg.4,16 Η προκαλούμενη χρόνια αναπνευστική αλκάλωση δεν επηρεάζει το pH του αίματος επειδή δίνεται χρόνος για ικανοποιητική αντιρρόπηση από τους νεφρούς με μείωση της επαναρρόφησης των διττανθρακικών (HCO3-). Επίσης, κατά την εγκυμοσύνη αυξάνεται η κατανάλωση του οξυγόνου κατά 20%.1 Ακόμη, λόγω της ευμεγέθους μήτρας διατείνεται η κοιλιά, απωθούνται τα ενδοκοιλιακά σπλάχνα ραχιαία και πρόσθια, συμπιέζεται το διάφραγμα και αυξάνεται η ενδοκοιλιακή πίεση. Προκαλείται μείωση της λειτουργικής υπολειπόμενης ικανότητας (ΛΥΙ) των πνευμόνων, που προδιαθέτει σε ατελεκτασία, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τον υποαερισμό των έγκυων ζώων.1,2,6 Με βάση τα παραπάνω, στα έγκυα ζώα επέρχεται γρηγορότερα υποξαιμία και υπερκαπνία από ότι στα μη έγκυα ζώα, γι’αυτό καλό είναι για τουλάχιστον τρία λεπτά πριν την εγκατάσταση της αναισθησίας να χορηγείται οξυγόνο ή μίγμα του με αέρα. Η εγκατάσταση της αναισθησίας με εισπνευστικά αναισθητικά επέρχεται ταχύτερα στα έγκυα ζώα λόγω αύξησης του κατά λεπτό αναπνεόμενου όγκου αέρα, της μειωμένης ΛΥΙ των πνευμόνων και πιθανά λόγω των αυξημένων επιπέδων της προγεστερόνης που δρα ως φυσικό ηρεμιστικό. Επιπλέον, διεγχειρητικά, σε κάποια ζώα απαιτείται υποβοήθηση με θετικό αερισμό.1,2,4,6 Τέλος, στα έγκυα ζώα απαιτείται μειωμένη συγκέντρωση εισπνευστικών αναισθητικών. Συγκεκριμένα, η ελάχιστη κυψελιδική συγκέντρωση του ισοφλουρανίου ή του σεβοφλουρανίου στα έγκυα ζώα μειώνεται κατά 40%. Ο μηχανισμός δεν είναι πλήρως διευκρινισμένος αλλά φαίνεται να οφείλεται στα υψηλά επίπεδα προγεστερόνης-ενδορφινών στο ΚΝΣ.1,6,16

Άλλα συστήματα

Η αυξημένη ενδοκοιλιακή πίεση, η χαλάρωση του καρδιακού στομίου και η μείωση της κινητικότητας του γαστρεντερικού σωλήνα οδηγούν σε αυξημένη πιθανότητα πρόκλησης γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης – και ενδεχομένως έμετου, κάτι που έχει περιγραφεί και από τους Αναγνώστου et al. (2010).8 Έτσι, έγκυα ζώα που υποβάλλονται σε γενική αναισθησία πρέπει να διασωληνώνονται πάντα και γρήγορα και να διατείνεται ικανοποιητικά ο αεροθάλαμος του τραχειοσωλήνα για να αποφευχθεί ενδεχόμενη εισρόφηση παλινδρομούντος γαστρικού περιεχομένου.1,6,16 Παλαιότερα, είχε προταθεί από τον Paddleford (1992)23 η χρήση μετοκλοπραμίδης και σιμετιδίνης για την αποτροπή γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και πρόκλησης εισροφητικής πνευμονίας, αγωγή η οποία αποδείχθηκε αποτελεσματική μόνο όταν χορηγήθηκε πολύ μεγαλύτερη από την κλινικά συνήθη δόση μετοκλοπραμίδης και αυτό όχι σε σκύλους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.34 Πλέον, κυκλοφορούν περισσότερα αντιεμετικά, όπως η κιτρική μαροπιτάνη, η ονδασετρόνη και η σισαπρίδη που μπορούν να χρησιμοποιηθούν, χωρίς όμως τεκμηριωμένο με έρευνες προληπτικό κλινικό αποτέλεσμα στο έγκυο ζώο.1,36

Η ηπατική λειτουργία δεν επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την εγκυμοσύνη.2 Αξίζει να σημειωθεί πως μειώνεται η συγκέντρωση των πρωτεϊνών του πλάσματος. Τα περισσότερα αναισθητικά φάρμακα ιονίζονται σε μεγάλο βαθμό και συνδέονται ισχυρά με τις πρωτεΐνες του πλάσματος. Η μείωση των πρωτεϊνών προκαλεί αύξηση της δράσης των αναισθητικών φαρμάκων λόγω αύξησης του ελεύθερου δραστικού μορίου.1,16

Η νεφρική λειτουργία επηρεάζεται κι αυτή ελαφρώς. Οι τιμές της κρεατινίνης και της ουρίας είναι ελαφρώς μειωμένες. Φυσιολογικές τιμές σε έγκυα ζώα μπορεί να οφείλονται είτε σε κάποια παθολογική κατάσταση του νεφρού, είτε σε προσαρμογή του οργανισμού.1

> Αναισθητικό πρωτόκολλο έγκυου ζώου που υποβάλλεται σε καισαρική τομή

Το αναισθητικό πρωτόκολλο που χρησιμοποιείται στα ζώα συντροφιάς για τη διενέργεια καισαρικής τομής πρέπει να επιτυγχάνει γρήγορη εγκατάσταση της αναισθησίας, να διατηρεί την αιμάτωση της μήτρας και να παρέχει στον κτηνίατρο τη δυνατότητα ανταγωνισμού των αναισθητικών φαρμάκων που χρησιμοποιήθηκαν τόσο στη μητέρα, όσο και στα νεογέννητα μετά την παραλαβή τους. Επίσης, η ανάνηψη της μητέρας πρέπει να γίνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα από τη γέννηση των νεογέννητων έτσι ώστε να είναι σε θέση να τα φροντίσει.31 Όμως, σε επείγουσες περιπτώσεις κρίνεται ασφαλέστερη η επιλογή ενός αναισθητικού πρωτοκόλλου με το οποίο ο κτηνίατρος είναι εξοικειωμένος, έστω και αν δεν θεωρείται ιδανικό για την περίπτωση της καισαρικής τομής.24

Η προετοιμασία του έγκυου ζώου, δηλαδή το κούρεμα, ο καθαρισμός και η αποστείρωση της περιοχής της κοιλιάς καθώς και η τοποθέτηση του στο χειρουργικό τραπέζι, καλό είναι να γίνονται πριν την έναρξη της αναισθησίας για να μειώνεται η διάρκειά της.16 Επίσης, πρέπει να χορηγείται οξυγόνο, όπως προαναφέρθηκε, και να διορθώνονται η υποογκαιμία, οι ηλεκτρολυτικές διαταραχές και κυρίως η υπασβεστιαιμία και η υπογλυκαιμία.4,16

Όλα τα αναισθητικά φάρμακα, πλην των μυοχαλαρωτικών, διαπερνούν σε μεγάλο βαθμό τον πλακούντα, εισέρχονται στην κυκλοφορία των εμβρύων και ασκούν επίδραση ανάλογη της χορηγούμενης δόσης και του χρόνου δράσης τους.1,16 Η ηρέμηση της επιτόκου καλό είναι να αποφεύγεται ή όταν εφαρμόζεται, ανάλογα με το περιστατικό, να χρησιμοποιούνται ήπια οπιοειδή, όπως π.χ. η βουτορφανόλη ή οπιοειδή βραχείας δράσης, όπως η φεντανύλη. Η χρήση ναλοξόνης όπου αυτή διατίθεται (0,02 mg/kg υπογλώσσια, ενδομυϊκά ή στον ομφάλιο λώρο) στα νεογέννητα μπορεί να ανταγωνιστεί τη δράση των οπιοειδών.3,16 H ακετυλοπρομαζίνη, που ανήκει στην κατηγορία των φαινοθειαζινών, αποφεύγεται κυρίως λόγω της μακράς διάρκειας δράσης της.1 Βέβαια, είναι αλήθεια πως οι φαινοθειαζίνες δεν έχουν συνδεθεί με θνησιμότητα της μητέρας ή των νεογέννητων και κατά περίπτωση μπορούν να χρησιμοποιηθούν, όπως για παράδειγμα στην έρευνα των Luna et al. (2004)18, στην οποία χορηγήθηκε χλωροπρομαζίνη 0,5 mg/kg iv 15 λεπτά πριν την εγκατάσταση της αναισθησίας σε σκύλες που υποβλήθηκαν σε καισαρική τομή. Παρόλα αυτά, λόγω της αρνητικής επίδρασης τους στο καρδιαγγειακό σύστημα (πρόκληση υπότασης λόγω δράσης στους α1-αδρενεργικούς υποδοχείς), της μεγάλης διάρκειας δράσης τους και του μεταβολισμού τους στο ήπαρ (το ήπαρ των νεογεννήτων μεταβολίζει πιο αργά από αυτό της μητέρας), πρέπει να αποφεύγονται.3,24 Επίσης, πρέπει να αποφεύγονται και οι βενζοδιαζεπίνες οι οποίες σχετίζονται με ληθαργικότητα, κατάπτωση, υποθερμία και άπνοια των νεογεννήτων αμέσως μετά την παραλαβή τους. Βέβαια, στην περίπτωση που θα χρησιμοποιηθούν βενζοδιαζεπίνες και παρατηρηθεί παρατεταμένος λήθαργος τόσο στα νεογέννητα όσο και στη μητέρα, μπορεί να αντιστραφεί η δράση τους με χορήγηση φλουμαζενίλης, αν και η τελευταία δεν φαίνεται να επιδρά στις γάτες.1,3 Ακόμη, καλό είναι να αποφεύγονται κάποιοι από τους α2-αδρενεργικούς αγωνιστές διότι προκαλούν καταστολή της λειτουργίας του καρδιαγγειακού και του αναπνευστικού συστήματος τόσο της επιτόκου όσο και των εμβρύων.1 Επιπλέον, η ξυλαζίνη έχει συνδεθεί με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητας των κουταβιών μετά τη γέννησή τους.21 Δεν υπάρχουν σχετικές έρευνες στα ζώα συντροφιάς για τη χρήση της δεξμεδετομιδίνης στη διενέργεια της καισαρικής τομής.1 Στην περίπτωση που χρησιμοποιηθεί, η δράση της μπορεί να αντιστραφεί με τη χορήγηση ατιπαμεζόλης στα νεογέννητα που γεννιούνται ληθαργικά. Πρόσφατα έγινε μια αναδρομική μελέτη σε έγκυα σκυλιά που υποβλήθηκαν σε καισαρική και χρησιμοποιήθηκε η μεδετομιδίνη (7 μg/kg im) ως μέρος της προαναισθητικής αγωγής. Τα αποτελέσματα ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικά όσον αφορά τη βιωσιμότητα της μητέρας και των νεογέννητων, γεγονός που διευκολύνει και καθησυχάζει σε έναν βαθμό τον κλινικό κτηνίατρο, ο οποίος είναι εξοικειωμένος με τη χρήση των α2-αδρενεργικών αγωνιστών.35

Η εγκατάσταση της αναισθησίας μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε από τα γνωστά ενδοφλέβια χορηγούμενα αναισθητικά. Από παλιά η προποφόλη (6-8 mg/kg iv χωρίς προνάρκωση ή 2-5 mg/kg iv αν έχει προηγηθεί προνάρκωση) προτιμούνταν σε σχέση με την θειοπεντάλη λόγω του μεγαλύτερου ποσοστού βιωσιμότητας των κουταβιών.14,28 Επίσης, η προποφόλη υπερτερεί σε σχέση με τη θειοπεντάλη και το συνδυασμό μιδαζολάμης/κεταμίνης καθώς το ποσοστό της καταστολής των νεογέννητων κουταβιών είναι χαμηλότερο, όπως απέδειξαν και οι Luna et.al. (2004).18 Επίσης, σε άλλη έρευνα, οι Moon-Massat et al. (2002)22 αξιολόγησαν τη ζωηρότητα των κουταβιών αμέσως μετά την καισαρική τομή και παρατήρησαν πως ήταν μειωμένη στα περιστατικά που χρησιμοποιήθηκε κεταμίνη και/ή θειοπεντάλη για εγκατάσταση της αναισθησίας συγκριτικά με εκείνα στα οποία χρησιμοποιήθηκε προποφόλη. Αξίζει να σημειωθεί πως η βιωσιμότητα των εμβρύων δεν εξαρτάται μόνο από το αναισθητικό πρωτόκολλο, αλλά και από τη διάρκεια του τοκετού και την κλινική κατάσταση των εμβρύων και της επιτόκου, στα οποία όμως δεν γίνεται αναφορά στις δημοσιευμένες έρευνες.3 Η παραλαβή των εμβρύων πρέπει να γίνεται 15-20 λεπτά μετά την εγκατάσταση με προποφόλη, έτσι ώστε να έχουν μεταβολιστεί και ανακατανεμηθεί τα αναισθητικά φάρμακα και το αναπνευστικό σύστημα των νεογεννήτων να λειτουργεί όσο το δυνατό πιο φυσιολογικά. Για την ετομιδάτη δεν υπάρχει κάποια σχετική κλινική έρευνα στα ζώα συντροφιάς.16 Η ετομιδάτη (1-2 mg/kg iv) θεωρείται καλή επιλογή για ασθενείς με προϋπάρχοντα καρδιολογικά προβλήματα ή ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση.27 Ο συνδυασμός κεταμίνης (4-6 mg/kg) – μιδαζολάμης (0,1-0,3 mg/kg) σε σκύλες προκαλεί καταστολή του αναπνευστικού συστήματος των νεογεννήτων εξαιτίας τόσο της κεταμίνης όσο και της μιδαζολάμης, οπότε τα νεογέννητα ενδέχεται να μην αναπνεύσουν μόνα και ίσως να χρειαστούν αναπνευστική υποστήριξη.28

Αναφορικά με το ενέσιμο αναισθητικό στεροειδές αλφαξολόνη (δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα ακόμη), οι Doebeli et al. (2013)11 σύγκριναν την ζωτικότητα των κουταβιών 5, 15 και 60 λεπτά μετά την καισαρική, χρησιμοποιώντας την κλίμακα Apgar score (η οποία έχει αναπτυχθεί για να ελέγχεται η επίπτωση της αναισθησίας στα νεογέννητα) αφού είχε χορηγήσει στις μητέρες είτε αλφαξολόνη (1-2 mg/kg iv) είτε προποφόλη (2-6 mg/kg iv). Παρατήρησαν πως η ζωτικότητά τους ήταν καλύτερη αμέσως μετά τη γέννηση στην ομάδα που χρησιμοποίησε αλφαξολόνη, αλλά τα ποσοστά βιωσιμότητας μετά από 3 μήνες ήταν τελικά τα ίδια. Τα ποσοστά βιωσιμότητας των κουταβιών 24 ώρες μετά τη γέννησή τους ήταν τα ίδια και στην έρευνα των Metcalfe et al. (2014)20 που συνέκριναν την χρήση αλφαξολόνης με αυτήν της προποφόλης σε σκύλες που υποβάλλονταν σε καισαρική τομή.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή των φαρμάκων που θα χρησιμοποιηθούν γίνεται και με βάση την κλινική κατάσταση της μητέρας όταν υφίσταται ή επίκειται απορρύθμιση μείζονος συστήματος, όπως για παράδειγμα του καρδιαγγειακού ή του κεντρικού νευρικού σε μία κρανιοεγκεφαλική κάκωση.16 Επίσης, σε ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση η χορήγηση των ενδοφλέβιων αναισθητικών πρέπει να γίνεται αργά έτσι ώστε να αποφευχθεί η αιφνίδια και μεγάλη μείωση της μέσης αρτηριακής πίεσης (ΜΑΠ) και της αιμάτωσης της μήτρας. Η χορήγηση μιας χαμηλής δόσης φεντανύλης πριν τη χορήγησή τους ή η συγχορήγηση λιδοκαΐνης (0,25-1,0 mg/ kg iv) με χαμηλή δόση προποφόλης (1-2mg/kg) ή θειοπεντάλης (2-5 mg/kg), μπορεί να διευκολύνει τη διασωλήνωση χωρίς να απαιτούνται μεγάλες δόσεις από τα παραπάνω ενέσιμα αναισθητικά.3

Η εγκατάσταση της αναισθησίας με εισπνευστικό, μέσω προσωπίδας ή κλωβού αναισθησίας, στρεσάρει το ζώο με αποτέλεσμα την έκκριση κατεχολαμινών, η οποία προκαλεί αγγειοσύσπαση και εμβρυϊκή υποξία και τέλος οξέωση του επίτοκου ζώου. Επίσης, επειδή διαρκεί περισσότερο από την ενδοφλέβια και επειδή ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος της αναγωγής και της εισρόφησης, καλό θα είναι να αποφεύγεται στις έγκυες σκύλες.28 Βέβαια, όπως αναφέρεται σε αναδρομική έρευνα των Moon et al. (2000)21, στο 34% των ζώων που συμμετείχαν στην έρευνα χρησιμοποιήθηκε ισοφλουράνιο για εγκατάσταση αλλά και για διατήρηση της αναισθησίας με πολύ καλά ποσοστά επιβίωσης των νεογεννήτων. Από τα εισπνευστικά αναισθητικά προτιμούνται το ισοφλουράνιο, το σεβοφλουράνιο και το δεσφλουράνιο διότι τόσο η εγκατάσταση όσο και η ανάνηψη είναι ταχύτερες σε σχέση με άλλων εισπνευστικών αναισθητικών.1

Η διατήρηση της αναισθησίας μπορεί να γίνει είτε με εισπνευστικά αναισθητικά είτε με ενέσιμα.2,16 Η πρώτη μέθοδος διατήρησης θεωρείται ασφαλέστερη για τα έμβρυα, διότι σύμφωνα με μια έρευνα που έγινε με χορήγηση προποφόλης σε έγκυες προβατίνες, παρότι οι πρωτεΐνες του πλάσματος των εμβρύων είναι μειωμένες σε σχέση με της εγκύου και άρα η δραστική μορφή του φαρμάκου είναι μεγαλύτερη στα έμβρυα, η συγκέντρωση της προποφόλης στο αίμα τους άργησε πολύ να μειωθεί.9 Επίσης, σε μια μελέτη στην οποία ερευνήθηκε η διατήρηση της αναισθησίας για τη διενέργεια καισαρικής σε σκύλες συγκρίθηκε η χρήση της αλφαξολόνης με το ισοφλουράνιο και παρατηρήθηκε ότι στην ομάδα των ζώων που χορηγήθηκε αλφαξολόνη η ανάνηψη διήρκεσε περισσότερο και τα νεογέννητα παρουσίασαν μεγαλύτερη κατάπτωση σε σχέση με αυτά της ομάδας στην οποία χορηγήθηκε ισοφλουράνιο.10 Η συγκέντρωση των εισπνευστικών αναισθητικών πρέπει να μειώνεται κατά 30-60% σε σχέση με εκείνην που χρησιμοποιείται στα μη έγκυα ζώα για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (βλ. Φυσιολογία). Όσον αφορά στις γάτες, η εισπνευστική αναισθησία προτιμάται να γίνεται μετά τη διασωλήνωση του ζώου.2 Από τα διαθέσιμα εισπνευστικά αναισθητικά το ισοφλουράνιο υπερτερεί σε σχέση με το αλοθάνιο και το μεθοξυφλουράνιο διότι σχετίζεται με μεγαλύτερα ποσοστά επιβίωσης των νεογεννήτων.21

Δεν υπάρχουν πολλές έρευνες σχετικές με τη χορήγηση αναισθησίας σε έγκυες γάτες. Σε μια από αυτές οι Elovsson et al., (1996)13 αναφέρουν πως η χρήση ξυλαζίνης-κεταμίνης ή μεδετομιδίνης-κεταμίνης υπερτερεί ελαφρώς σε σχέση με τη χρήση προποφόλης-ισοφλουρανίου, διότι τα νεογέννητα γατάκια είναι πιο ζωηρά. Στην έρευνα των Robbins και Mullen (1994)26 στην οποία 26 γάτες υποβλήθηκαν σε καισαρική τομή λόγω δυστοκίας και η εγκατάσταση της αναισθησίας έγινε με ισοφλουράνιο, η επιβίωση των νεογεννήτων ήταν μόλις 41%. Εξαιτίας των ανεπαρκών επιστημονικών δεδομένων όσον αφορά στην αναισθησία σε γάτες που υποβάλλονται σε καισαρική τομή και των διαφορών του ζωικού αυτού είδους συγκριτικά με τον σκύλο, η επιλογή του αναισθητικού πρωτοκόλλου βασίζεται προς το παρόν στη διαθεσιμότητα των αναισθητικών φαρμάκων, ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι και η ικανότητα του κτηνιάτρου να τα χρησιμοποιήσει ορθά έχοντας κατανοήσει τις φυσιολογικές και φαρμακολογικές αλλαγές που συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.3

Η χρήση της επισκληρίδιας αναισθησίας φαίνεται να έχει πολύ καλά αποτελέσματα όσον αφορά τη βιωσιμότητα των εμβρύων, διότι τα τοπικά αναισθητικά δεν περνούν στη συστηματική κυκλοφορία του εμβρύου.13,14,18,28,31 Παρόλα αυτά, δεν αποτελεί ιδανική λύση σε όλα τα περιστατικά διότι απαιτεί επιπλέον χρόνο για να εφαρμοστεί και σχετική εξοικείωση του κτηνιάτρου.16 Το βασικότερο όμως μειονέκτημα της επισκληρίδιας αναισθησίας είναι πως στην προσπάθεια να αποφευχθεί η εγρήγορση του ζώου κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, απαιτείται επιπλέον πολύ ισχυρή ηρέμηση ή ελαφριά γενική αναισθησία, οπότε αναιρείται τόσο το πλεονέκτημα της αποφυγής της καταστολής του καρδιαγγειακού συστήματος από τα γενικά αναισθητικά, όσο και το πλεονέκτημα της επισκληρίδιας αναφορικά με τη βιωσιμότητα των εμβρύων. Επιπλέον, η παροχή οξυγόνου μπορεί να γίνει μόνο με μάσκα ή με τη μέθοδο flow-by και δε μπορεί να εφαρμοστεί τεχνητός αερισμός καθώς το ζώο δεν είναι διασωληνωμένο.28 Για αυτούς τους λόγους η επισκληρίδια αναισθησία δεν εφαρμόζεται συχνά σε περιστατικά καισαρικής τομής στα ζώα συντροφιάς.28 Ανεπιθύμητη θεωρείται και η αμηχανία - νευρικότητα που εκδηλώνει κατά την ανάνηψη η μητέρα λόγω της μειωμένης αισθητικότητας και κινητικότητας των οπισθίων άκρων (ανάλογα με τα φάρμακα που χρησιμοποιήθηκαν, διαρκεί επί μισή έως και δύο ώρες) μετά από την επισκληρίδια αναισθησία, καθότι επιδρά αρνητικά στην αλληλεπίδρασή της με τα νεογέννητα. Αν παρόλα αυτά, είναι επιθυμητή η εφαρμογή της, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα μείγμα τοπικών αναισθητικών λιδοκαΐνης και μπουπιβακαΐνης σε αναλογία 1:1, στο οποίο μπορεί να προστεθεί κάποιο οπιοειδές για καλύτερη αναλγησία.1 Οι Pascoe και Moon (2001)24 προτιμούν τη χρήση μόνο λιδοκαΐνης, λόγω της συντομότερης διάρκειας δράσης (περίπου 60 λεπτά) έτσι ώστε η μητέρα να είναι σε θέση να φροντίσει αμέσως μετά το πέρας της επέμβασης τα νεογέννητα. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται και η πρόταση του Traas (2008),31 δηλαδή να χρησιμοποιούνται μόνο οπιοειδή όταν η καρδιακή συχνότητα των εμβρύων μπορεί να μετρηθεί και είναι φυσιολογική (200 κ.π./min), διότι παρέχεται ικανοποιητική μετεγχειρητική αναλγησία και τα οπίσθια άκρα διατηρούν την κινητικότητά τους. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο όγκος του φαρμάκου που χορηγείται μειώνεται κατά 25-35% λόγω του ότι ο επισκληρίδιος χώρος μειώνεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης εξαιτίας της διάτασης των φλεβών της περιοχής. Ο χορηγούμενος όγκος του διαλύματος δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 6 ml.28

Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η εφαρμογή τοπικής αναισθησίας κατά την προεγχειρητική προετοιμασία του ζώου στην περιοχή της τομής ή περιφερικά αυτής. Η τοπική αναισθησία μειώνει τη δόση των ενδοφλέβιων και εισπνευστικών αναισθητικών που χρησιμοποιούνται για τη γενική αναισθησία και παρέχει διεγχειρητική και μετεγχειρητική αναλγησία.24,31 Επίσης, υπάρχει η δυνατότητα του splash-block, δηλαδή της ενστάλλαξης τοπικού αναισθητικού στην τομή μετά τη συρραφή της περιτονίας του μυϊκού τοιχώματος και πριν τη συρραφή του δέρματος. Η συγκεκριμένη τεχνική τοπικής αναισθησίας προσφέρει πολύ καλή μετεγχειρητική αναλγησία και επιτρέπει στη μητέρα να δεχθεί ευκολότερα τα νεογέννητα για τον πρώτο θηλασμό.6

Η μετεγχειρητική αναλγησία είναι ιδιαίτερα σημαντική διότι, όπως έχει αποδειχθεί, ο μετεγχειρητικός πόνος μειώνει την παραγωγή γάλακτος.31 Αν δεν έχουν χορηγηθεί οπιοειδή πριν την επέμβαση μπορεί να χορηγηθεί πεθιδίνη, μεθαδόνη, βουπρενορφίνη ή βουτορφανόλη μετά την παραλαβή των νεογέννητων και πριν το τέλος της επέμβασης, με πολύ καλά αναλγητικά αποτελέσματα.6,19 Τόσο τα οπιοειδή όσο και τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα (ΜΣΑΦ) διαπερνούν τον αιμομαστικό φραγμό και ανιχνεύονται στο γάλα. Η χρήση ΜΣΑΦ είναι μια καλή επιλογή για τον έλεγχο του μετεγχειρητικού πόνου διότι παρέχει στη μητέρα αναλγησία χωρίς να επηρεάζει το επίπεδο συνείδησής της.19 Παρότι η προεγχειρητική χορήγηση των ΜΣΑΦ παρέχει καλύτερα μετεγχειρητικά αναλγητικά αποτελέσματα12, η χρήση τους πριν την παραλαβή των νεογέννητων αποφεύγεται, διότι συνδέεται με αυξημένα ποσοστά θνησιμότητάς τους.21 Οι αναστολείς της κυκλοξυγενάσης-2 (COX-2 αναστολείς), όπως η καρπροφαίνη και η μελοξικάμη, προτείνεται (με βάση την εμπειρία των μαιευτήρων, χωρίς να επιβεβαίωνεται από έρευνες) να χορηγούνται μόνο μία φορά σε ζώα που γαλουχούν διότι είναι φάρμακα που αποβάλλονται από τους νεφρούς των νεογέννητων, των οποίων η λειτουργικότητα δεν έχει αναπτυχθεί πλήρως μέχρι την ηλικία των 6-8 εβδομάδων και έτσι συχνότερη χρήση μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή νεφρική δυσλειτουργία. Με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή εφ’ άπαξ, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και η παρακεταμόλη σε γαλουχούσες σκύλες, αλλά ποτέ σε γάτες.19 Πρόσφατα μελετήθηκε η εφ’άπαξ χορήγηση σιμικοξίμπης (ΜΣΑΦ που δεν κυκλοφορεί στην Ελλάδα) την ημέρα 0 και την ημέρα 28 μετά την γέννηση και παραλαβή των νεογεννήτων σε 6 γαλουχούσες σκύλες και διαπιστώθηκε πως η έκθεση των νεογέννητων σε αυτή ήταν αμελητέα και ο κίνδυνος εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών ελάχιστος.37 Τέλος, μπορεί να χορηγηθεί με ασφάλεια και η τραμαδόλη, χωρίς όμως να υπάρχουν κλινικές έρευνες σε έγκυα ζώα συντροφιάς.3

Η επιλογή του κατάλληλου αναισθητικού πρωτοκόλλου αποτελεί έναν μόνο από τους παράγοντες που παίζουν ρόλο στην επιβίωση των νεογέννητων. Ο κλινικός δεν πρέπει να παραβλέπει παράγοντες όπως ο χρόνος που πέρασε από την έναρξη του τοκετού, ο βαθμός αποκόλλησης των πλακούντων και κατά αναλογία, ο βαθμός υποξίας ή και ανοξίας στην οποία είχε ήδη υποβληθεί το κάθε έμβρυο πριν τη χορήγηση αναισθησίας, η ταχύτητα οριστικής διαχείρισης-λύσης της δυστοκίας, καθώς και η άστοχη χρήση μητροσυσπαστικών, όταν αυτά προκαλούν μη παραγωγικές ωδίνες.

> Αναισθητικό πρωτόκολλο έγκυου ζώου για μη μαιευτικές επεμβάσεις

Σε έγκυα ζώα που αναισθητοποιούνται για μη μαιευτικές επεμβάσεις πρέπει το αναισθητικό πρωτόκολλο να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της εγκύου και συγχρόνως να εξασφαλίζεται η βιωσιμότητα των εμβρύων, δηλαδή, να επιτυγχάνεται επαρκής αιμάτωση και οξυγόνωσή τους και να αποφεύγεται η τερατογένεση.16 Η έγκυος αρχικά πρέπει να ανακουφιστεί από το στρες, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή ή πρόωρη πρόκληση τοκετού ανάλογα με την ηλικία της εγκυμοσύνης. Η υποξία, η υπόταση και η αναιμία πρέπει να διορθώνονται εφόσον προϋπάρχουν ή να προλαμβάνονται. Σε έναν τέτοιο ασθενή, η μετάγγιση αίματος γίνεται σε τιμή αιματοκρίτη μεγαλύτερης εκείνης ενός μη έγκυου ζώου π.χ. HCT 25%.24 Αναφορικά με την προαναισθητική αγωγή, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ήπια οπιοειδή βραχείας δράσης όπως η βουτορφανόλη, η οποία προσφέρει ικανοποιητική αναλγησία, μέτριου βαθμού ηρέμηση και ασκεί μικρή επίδραση στη λειτουργία του αναπνευστικού συστήματος της εγκύου.1,31 Οι α2-αδρενεργικοί αγωνιστές πρέπει να αποφεύγονται γιατί έχει αποδειχθεί πως σχετίζονται με αυξημένη συσπαστικότητα της μήτρας που μπορεί να οδηγήσει σε αποβολή, κυρίως στην αρχή ή στο τέλος της εγκυμοσύνης.2 Από αυτούς η ξυλαζίνη φαίνεται πως προκαλεί εντονότερη συσπαστικότητα της μήτρας και πιθανότητα αποβολής από ότι οι νεότερου τύπου α2-αδρενεργικοί αγωνιστές.2 Οι Jedruch et al. (1989)15 παρατήρησαν σε σκύλες που βρίσκονταν στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης πως παρότι μια δόση 60 μg/kg μεδετομιδίνης προκαλεί μεγαλύτερη αύξηση της ηλεκτρικής δραστηριότητας της μήτρας από ότι αυτή των 20 μg/kg, εντούτοις δεν συνοδεύεται από αποβολή. H ακετυλοπρομαζίνη δεν θεωρείται καλή επιλογή, διότι πέραν της αγγειοδιαστολής, της υπότασης και της υποθερμίας που προκαλεί στο έγκυο ζώο, έχει και παρατεταμένη διάρκεια δράσης.6 Η εφαρμογή επισκληρίδιας ή άλλου τύπου τοπικής αναισθησίας είναι επιθυμητή, διότι μειώνει τις απαιτήσεις σε αναισθητικά φάρμακα, το στρες και τον μετεγχειρητικό πόνο.24

Η εγκατάσταση της αναισθησίας μπορεί να γίνει με ενδοφλέβια χορήγηση προποφόλης ή ετομιδάτης.16,31 Η δεύτερη αποτελεί ιδανική επιλογή για ασθενείς που βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση όπως έχει αναφερθεί παραπάνω. Ακόμη και η κεταμίνη θεωρείται αποδεκτή επιλογή για την εγκατάσταση της αναισθησίας σε ασθενή ή με κατάπτωση έγκυα ζώα διότι διατηρεί τη λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος σε επιθυμητά επίπεδα.3 Η διατήρηση της αναισθησίας προτείνεται να γίνεται με τα γνωστά εισπνευστικά αναισθητικά. Η μετεγχειρητική αναλγησία στηρίζεται κυρίως στη χορήγηση των oπιοειδών19, παρότι η μακροχρόνια χορήγηση τους σε έγκυα ζώα συντροφιάς δεν έχει μελετηθεί. Σε ότι αφορά τα ΜΣΑΦ, πρέπει να αποφεύγονται κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης διότι έρευνες σε ανθρώπους έχουν δείξει ότι σχετίζονται με υπερωιοσχιστία και νεφρικές δυσλειτουργίες στα νεογέννητα.19

Ο κίνδυνος εμβρυοτοξικότητας ή /και τερατογένεσης είναι μεγαλύτερος στην αρχή της κύησης (6-45 ημερών), δηλαδή - στις ημέρες που προγραμματίζεται και τελείται η οργανογένεση και ιδιαίτερα στο πρώτο εικοσαήμερο της κύησης - ακόμα και πριν την κατασκήνωση του γονιμοποιημένου ωαρίου.25 Ωστόσο, όταν τίθεται θέμα επιβίωσης της κυοφορούσας μητέρας, ανάλογα με την επιλογή του ιδιοκτήτη και του κλινικού, αναγκαστικά και εν γνώσει των κινδύνων, μπορεί να παρακαμφθούν οι φόβοι τερατογένεσης και απώλειας του κυήματος. Στο τελευταίο στάδιο της εγκυμοσύνης δεν υπάρχει τέτοιος κίνδυνος.24 Τα περισσότερα αναισθητικά και αναλγητικά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν τερατογένεση εφόσον χρησιμοποιηθούν σε πολύ υψηλές δόσεις, αλλά οι κλινικά χρησιμοποιούμενες δόσεις θεωρούνται ασφαλείς. Μόνο το πρωτοξείδιο του αζώτου φαίνεται να έχει τερατογόνες ιδιότητες στα ζώα συντροφιάς μετά από πολυήμερη χορήγηση.3,17 Επίσης, καλό θα είναι να αποφεύγονται οι βενζοδιαζεπίνες, διότι σύμφωνα με έρευνες στον άνθρωπο, σχετίζονται με υπερωιοσχιστία στα νεογέννητα. Στα ζώα συντροφιάς δεν υπάρχουν αντίστοιχες αναφορές.3

> Αναισθητικό πρωτόκολλο έγκυου ζώου που υποβάλλεται σε ωοθηκυστερεκτομή

Στην περίπτωση της ωοθηκυστερεκτομής, τα έμβρυα είναι ανεπιθύμητα. Το αναισθητικό πρωτόκολλο δεν χρειάζεται να συνάδει με τους περιορισμούς που προαναφέρθηκαν παραπάνω και είχαν ως στόχο τη βιωσιμότητα των εμβρύων.24 Μετά την απομάκρυνση της μήτρας από την κοιλιακή κοιλότητα, ο θάνατος των εμβρύων θα συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα χωρίς να βιώσουν στρες θανάτου αν η μήτρα παραμείνει κλειστή και δεν ενεργοποιηθεί το κέντρο της αναπνοής των εμβρύων, λόγω της επαφής με τον ατμοσφαιρικό αέρα. Αν η διάνοιξη της μήτρας είναι επιθυμητή αυτό πρέπει να γίνεται μετά από μία ώρα από την απομάκρυνσή της από την κοιλιακή κοιλότητα. Οι κινήσεις των εμβρύων που παρατηρούνται σε προχωρημένη εγκυμοσύνη πιστεύεται πως είναι ακούσιες και συμβαίνουν αυτόματα ή μετά από διέγερση του αμνιακού σάκου π.χ. από τη ψηλάφησή του.32

 

> Βιβλιογραφία

1. Grimm K, Lamont L, Tranquilli W, Greene S and Robertson S Veterinary Anesthesia and Analgesia The Fifth Edition of Lumb and Jones In: Anesthetic Considerations During Pregnancy and for the Newborn Raffe M. 5th edn., John Wiley & Sons, USA,UK, 2015, pp. 708-722.

2. Clarke K, Trim C, Hall L, Adams J, Borer-Weir K, Divers S, Hernandez S Veterinary Anaesthesia In: Anaesthesia for Obstetrics. 11th edn. Elsevier, China, 2014, pp. 585-598.

3. Duke-Novakovski T, Vries de M, Seymour C. BSAVA Manual of Canine and Feline Anaesthesia and Analgesia. In: Anaesthesia for Caesarian Section and for the Pregnant patient Claude A, Meyer R. 3rd edn., John Wiley & Sons, 2016, pp. 366-376.

4. Shelby A, McKune C Small Animal Anesthesia Techniques. In: Anesthetic Protocols for Specific Procedures and Other Conditions that Influence Anesthesia. 1st edn., John Wiley & Sons, 2014, pp. 116-122 and 186-7.

5. Snyder L, Johnson R Canine and Feline Anesthesia and Co- Existing Disease. In: Cesarean section and pregnancy, Aarnes T and Bednarski R, John Wiley & Sons, 2014, pp. 299-309.

6. Eberspacher E. Anasthesie Skills Perioperatives Management bei Klein-, Heim-, und Grosstieren. In: Medikamente und Gravider Patient, Kaiserschnitt, Schattauer, Stuttgart, 2016, pp. 47-49 and 243-247.

7. Abitbol M. Inferior vena cava compression in the pregnant dog. Am J Obstet Gynecol 1978, 130(2): 194-8.

8. Anagnostou T, Savvas I, Kazakos G, Ververidis H, Psalla D, Kostakis C, Skepastianos P, Raptopoulos D. The effect of the stage of the ovarian cycle (anoestrus or dioestrus) and of pregnancy on the incidence of gastro-oesophageal reflux in dogs undergoing ovariohysterectomy. Vet Anaesth Analg 2015, 42: 455-558.

9. Andaluz A, Tusell J, Trasserres O, Cristofol C, Capece B, Arboix M, Garcia F. Transplacental transfer of propofol in pregnant ewes. Vet J 2003, 166: 198–204.

10. Conde Ruiz C, Del Carro A, Rosset E, Guyot E, Maroiller L, Buff S & Portier K. Alfaxalone for total intravenous anaesthesia in bitches undergoing elective caesarean section and its effects on puppies: a randomized clinical trial. Vet Anaesth Analg 2016, 43: 281–290.

11. Doebeli A, Michel E, Bettschart R, Hartnack S, Reichler I. Apgar score after induction of anesthesia for canine cesarean section with alfaxalone versus propofol. Theriogenology 2013, 80: 850–854.

12. Dunkan B, Lascelles X, Cripps P, Jones A, Waterman-Pearson A. Efficacy and Kinetics of Carprofen, Administered Preoperatively or Postoperatively, for the Prevention of Pain in Dogs Undergoing Ovariohysterectomy. Vet Surg 1998, 27: 568-582.

13. Elovsson L, Funkquist P, Nyman G. Retrospective evaluation of anaesthetic techniques for Caesarian section in the cat. J Vet Anaesth 1996, 23: 80.

14. Funkquist P, Nyman G, Löfgren A, Fahlbrink E. Use of propofol-isoflurane as an anesthetic regimen for cesarean section in dogs. J Am Vet Med Assoc 1997, 211: 313-317.

15. Jedruch J, Gajewski Z, Ratajska-Michalczak K. Uterine motor responses to an alpha 2-adrenergic agonist medetomidine hydrochloride in the bitches during the end of gestation and the post-partum period. Acta Vet Scand Suppl 1989, 85: 129–134.

16. Kushnir Y and Epstein A. Anesthesia for the Pregnant Cat and Dog. Israel Journal of Veterinary Medicine 2012, 67: 19-23.

17. Lane G, Nahrwold M, Tait A, Taylor-Busch M, Cohen P and Beaudoin A Anesthetics as Teratogens: Nitrous Oxide Is Fetotoxic, Xenon is not. Science 1980, 210: 899-901.

18. Luna S, Cassu R, Castro G, Teixeria Neto F, Silva Junior J, Lopes M. Effects of four anaesthetic protocols on the neurological and cardiorespiratory variables of puppies born by caesarean section. Vet Rec 2004, 154: 387–389.

19. Mathwes K Pain. Management for the Pregnant, Lactating, and Neonatal to Pediatric Cat and Dog. Vet Clin Small Anim 2008, 38: 1291-1308.

20. Metcalfe S, Hulands-Nave A, Bell M, Kidd C, Pasloske K, O’Hagan B, Perkins N and Whittem T. Multicentre, randomised clinical trial evaluating the efficacy and safety of alfaxalone administered to bitches for induction of anaesthesia prior to caesarean section. Aust Vet J 2014, 92: 333–338.

21. Moon P, Erb H, Ludders J, Gleed R, Pascoe P. Perioperative risk factors for puppies delivered by cesarean section in the United States and Canada. J Am Anim Hosp Assoc 2000, 36: 359–368.

22. Moon-Massat P, Erb H. Perioperative factors associated with puppy vigor after delivery by cesarean section. J Am Anim Hosp Assoc 2002, 38: 90–96.

23. Paddleford R. Anesthesia for Cesarian Section in the Dog. Vet Clin North Am Small Anim Pract 1992, 22(2): 481-4.

24. Pascoe P, Moon P Periparturient and neonatal anesthesia. Vet Clin N Am Small Anim Pract 2001, 31: 315–341.

25. Rebuelto M, Loza M. Antibiotic Treatment of Dogs and Cats during Pregnancy. Vet Med Intern 2010, 14: Article ID 385640, 8 pages.

26. Robbins M, Mullen H En Bloc. Ovariohysterectomy as a Treatment for Dystocia in Dogs and Cats. Vet Surg 1994, 23: 48-52.

27. Robertson S. Advantages of Etomidate Use as an Anesthetic Agent. Vet Clin North Am Small Anim Pract 1992, 22(2): 277-80.

28. Ryan S, Wagner A. Cesarean Section in Dogs: Anesthetic Management. Compend Contin Educ Vet 2006, 28: 44-54.

29. Sandusky G, Cho D. Congestive Cardiomyopathy in a Dog associated with Pregnancy. Cornell Vet 1984, 74: 60-64.

30. Stoneham A, Graham J, Rozanski E, Rush J. Pregnancy- Associated Congestive Heart Failure in a Cat. J Am Anim Hosp Assoc 2006, 42: 457-461.

31. Traas AM. Surgical management of canine and feline dystocia. Theriogenology 2008, 70: 337–342.

32. White S. Prevention of fetal suffering during ovariohysterectomy of pregnant animals. JAVMA 2012, 240 (10): 1160-3.

33. Kaneko M1, Nakayama H, Igarashi N, Hirose H. Relationship between the number of fetuses and the blood constituents of beagles in late pregnancy. J Vet Med Sci 1993 Aug, 55(4): 681-2.

34. Wilson D, Evans A, Mauer W. Influence of metoclopramide on gastroesophageal reflux in anesthetized dogs. Am J Vet Res 2006 Jan, 67(1):26-31.

35. De Cramer K, Joubert K Nothling J. Puppy survival and vigor associated with the use of low dose medetomidine premedication, propofol induction and maintenance of anesthesia using sevoflurane gas-inhalation for cesarean section in the bitch. Theriogenology, 96 (2017): 10-15.

36. Zacuto A, Marks S, Osborn J, Douthitt K, Hollingshead K, Hayashi K, Kapatkin A, Pypendop B, Belafsky P. The influence of esomeprazole and cisapride on gastroesophageal reflux during anesthesia in dogs J Vet Intern Med 2012 May-Jun, 26(3): 518-25.

37. Schneider M, Kuchta A, Dron F, Woehrle F. Disposition of cimicoxib in plasma and milk of whelping bitches and in their puppies BMC Vet Res 2015, 11: 178.

 

 

 

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία

 

> Περίληψη

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα αφορούν το 1-3,8% του συνόλου των νεοπλασμάτων στον σκύλο και σε αυτά περιλαμβάνονται τα αδενώματα και τα καρκινώματα, με τα τελευταία να εμφανίζονται σε ποσοστό 90%. Η έκθεση σε ακτινοβολία, η ανεπάρκεια ιωδίου, ο υποθυρεοειδισμός και οι γενετικές μεταλλάξεις, αποτελούν μερικούς από τους αιτιολογικούς παράγοντες της εμφάνισής τους. Τα αδενώματα είναι μικρά και κινητά, χωρίς να διηθούν τους γύρω ιστούς και να έχουν μεταστάσεις. Αντιθέτως, τα καρκινώματα είναι μεγαλύτερου μεγέθους, παρουσιάζουν έντονα διηθητικό χαρακτήρα και τάση μετάστασης, συχνότερα στους πνεύμονες και στα επιχώρια λεμφογάγγλια. Η διάγνωση βασίζεται στη συμπτωματολογία που προκύπτει από την συμπίεση γειτονικών οργάνων (οισοφάγος, τραχεία, λάρυγγας, φάρυγγας), τον ορμονικό, και τον απεικονιστικό έλεγχο. Για την οριστική διάγνωση απαιτείται η πραγματοποίηση βιοψίας και ιστοπαθολογικής εξέτασης, η οποία επιβεβαιώνει την προέλευση της μάζας και διαφοροποιεί τα καλοήθη από τα κακοήθη νεοπλάσματα. Στα περιστατικά αδενώματος του θυρεοειδή, η χειρουργική εξαίρεση του νεοπλάσματος αποτελεί την θεραπεία εκλογής και οδηγεί στην ίαση του ζώου. Αναφορικά με το καρκίνωμα του θυρεοειδή, η επιλογή θεραπείας και η πρόγνωση εξαρτώνται από το μέγεθος του όγκου, τον βαθμό διήθησης των γειτονικών ιστών, την παρουσία μεταστάσεων και την δυνατότητα χρησιμοποίησης άλλων θεραπευτικών μέσων. Η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται στα περιστατικά μικρών και κινητών καρκινωμάτων ή με επιφανειακή διήθηση των γειτονικών ιστών, ενώ, αντενδείκνυται στις περιπτώσεις έντονα διηθητικών και μη κινητών καρκινωμάτων.

> Εισαγωγή

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα αφορούν το 1-3,8 % του συνόλου των νεοπλασμάτων και το 10-15 % των νεοπλασμάτων που εμφανίζονται στις περιοχή της κεφαλής και του τραχήλου στο σκύλο, αντίστοιχα.1-5 Στα νεοπλάσματα του θυρεοειδή περιλαμβάνονται τα αδενώματα και τα καρκινώματα, που παρουσιάζονται συχνότερα, σε ποσοστό 90 % και εμφανίζονται σε ζώα ηλικίας 9-11 ετών.1,3,6-10 Οι φυλές Beagle, Siberian husky, Boxer και Golden retriever εμφανίζουν προδιάθεση στα νεοπλάσματα του θυρεοειδή,1,3,4,11,12 ενώ δεν έχει διαπιστωθεί προδιάθεση ως προς το φύλο.1-3,9-14

> Αιτιολογία και προδιαθετικοί παράγοντες

Έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί τόσο στον άνθρωπο όσο και στο σκύλο, απέδει- ξαν πως η έκθεση σε ακτινοβολία και η ανεπαρκής συγκέντρωση ιωδίου στον θυρεοειδή αδένα συνδέονται με την ανάπτυξη νεοπλασμάτων του.15 Η ανεπάρκεια ιωδίου, προκαλεί υπερέκκριση της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) από την υπόφυση, η οποία με την σειρά της οδηγεί σε υπερπλασία των επιθηλιακών κυττάρων του θυρεοειδή και πιθανόν στην νεοπλασματική εξαλλαγή τους.16,17 Ακόμη, έχει βρεθεί πως ο υποθυρεοειδισμός, που προκαλείται από λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα, συνδέεται με την νεοπλασματική εξαλλαγή του θυρεοειδή αδένα στο σκύλο.17 Έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε ανθρώπους, επιβεβαιώνουν πως διάφορες μεταλλάξεις στα ras ογκογονίδια και στα ογκοκατασταλτικά γονίδια, αποτελούν αιτίες νεοπλασματικής εξαλλαγής του θυρεοειδή και μετατροπής καλοήθων νεοπλάσματων σε κακοήθη, αντίστοιχα.18,19 Τέλος, η ανευπλοειδία αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό του καρκινώματος του θυρεοειδή στο σκύλο και εμφανίζεται σε ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% των περιστατικών με πρωτογενή νεοπλάσματα.20

> Βιολογική συμπεριφορά

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα εμφανίζονται συχνότερα στην ανατομική περιοχή της εντόπισής του, δηλαδή στην κοιλιακή ή κοιλιακή και πλάγια επιφάνεια του τραχήλου, οπίσθια του λάρυγγα.3,10 O δεξιός και ο αριστερός λοβός προσβάλλονται στην ίδια συχνότητα, ενώ, αμφοτερόπλευρη προσβολή παρουσιάζεται στο 36-40% των περιστατικών με καρκίνωμα.1,7,8,11 Σπανιότερα παρατηρούνται νεοπλάσματα σε έκτοπες θέσεις όπως στην βάση της γλώσσας ή υπογλώσσια, στον υποδόριο ιστό ραχιαία της τραχείας,21 στο πρόσθιο μεσοπνευμόνιο, στην βάση της καρδιάς και σε άλλες ενδοκαρδιακές περιοχές.22-26 Τα αδενώματα αναπτύσσονται με αργό ρυθμό, είναι συνήθως μικρού μεγέθους, από μικροσκοπικά μέχρι διαμέτρου μερικών εκατοστών, μαλακά, συμπαγή, καλά εγκαψωμένα και εύκολα κινητά κατά τον προσθοπίσθιο άξονα κάτω από το δέρμα του τραχήλου. Αυτά δεν διηθούν τους γύρω ιστούς, δεν δίνουν μεταστάσεις και αποτελούν κυρίως τυχαίο εύρημα κατά την νεκροτομή.1,6,11

Τα καρκινώματα προέρχονται συχνότερα από τα κύτταρα των θυρεοειδών θυλακίων (αδενοκαρκίνωμα) και σπάνια από τα θυρεοπαραθυλακικά ή C κύτταρα (μυελοειδές καρκίνωμα).5,27,28 Αναπτύσσονται με γρήγορο ρυθμό και είναι συνήθως οζώδη, μεγαλύτερου μεγέθους από τα αδενώματα, από μικροσκοπικά μέχρι διαμέτρου μεγαλύτερης των 10 εκατοστών.1,3,29 Παρουσιάζουν έντονα διηθητικό χαρακτήρα προσβάλλοντας γειτονικές δομές όπως ο λάρυγγας, η τραχεία, οι σφαγίτιδες φλέβες και το καρωτιδικό έλυτρο και εμφανίζουν τάση για επιχώριες ή απομακρυσμένες μεταστάσεις.1,3,6 Τα καρκινώματα του θυρεοειδή, μεθίστανται κυρίως στους πνεύμονες και στα επιχώρια λεμφογάγγλια, ενώ, λιγότερο συχνά, δίνουν μεταστάσεις στη σφαγίτιδα φλέβα, στην καρδιά, στους νεφρούς, στα επινεφρίδια, στο ήπαρ, στο σπλήνα, στο έντερο, στο μεσεντέριο και στον εγκέφαλο.3,11 Οι πιθανότητες ύπαρξης μετάστασης κατά το χρόνο διάγνωσης κυμαίνονται από 16-38% και σχετίζονται άμεσα με το μέγεθος του νεοπλάσματος.3,6,7,10 Σε μία μεγάλη αναδρομική μελέτη παρατηρήθηκε ότι σκύλοι, στους οποίους ο όγκος του καρκινώματος ξεπερνούσε τα 100 cm3, παρουσίαζαν απομακρυσμένες μεταστάσεις σε ποσοστό 100%, ενώ στα καρκινώματα μεγέθους 21-100 cm3 και μικρότερου από 20 cm3 παρατηρήθηκε μετάσταση στο 74% και 14% των περιστατικών, αντίστοιχα.11

> Διάγνωση και Σταδιοποίηση

Κλινική εικόνα

Η προσκόμιση του ζώου γίνεται συνήθως μετά από παρατήρηση από τον ιδιοκτήτη διόγκωσης στις περιοχές της κεφαλής και του τραχήλου, που σπανιότερα επεκτείνεται προς την είσοδο του θώρακα (Εικόνες 1, 2).1-3,7,10,11 Η διόγκωση αυτή βρίσκεται συνηθέστερα κοιλιακά της τραχείας (65-70 %), σχετίζεται με τον λάρυγγα και μπορεί να είναι καλά περιγεγραμμένη ή διεισδυτική.11 Οι πληροφορίες από το ιστορικό και την κλινική εξέταση μπορεί να αποκαλύψουν συμπτώματα από το αναπνευστικό και το πεπτικό σύστημα. Το αυξημένο μέγεθος του νεοπλάσματος, η μετάστασή του στους πνεύμονες και τα λεμφογάγγλια και η συμπίεση γειτονικών οργάνων (οισοφάγος, τραχεία, λάρυγγας, φάρυγγας), μπορεί να εκδηλωθούν με συμπτωματολογία που περιλαμβάνει αναπνευστική δυσχέρεια, βήχα, συριγμό, κυάνωση, πταρμό, ανάστροφο πταρμό, παράλυση του λάρυγγα, δυσφωνία, αναγωγή, έμετο, ληθαργικότητα, περιφερική λεμφαδενοπάθεια, πυρετό και σύνδρομο Horner.1-3,11,30

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία

Σημειώνεται ότι κλινικά ευθυρεοειδικό παραμένει περίπου το 60% των σκύλων, ενώ περίπου το 30% εμφανίζει συμπτώματα υποθυρεοειδισμού, λόγω καταστροφής του φυσιολογικού παρεγχύματος του αδένα.1-3,11 Περιστατικά λειτουργικών νεοπλασμάτων έχουν αναφερθεί σε ποσοστό 10-22%, όπου τα ζώα παρουσίαζαν συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού, παρόμοια με εκείνα των υπερθυρεοειδικών γατών, δηλαδή, πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία με απώλεια βάρους, μυϊκή αδυναμία, νευρικότητα, εύκολη κόπωση, ταχυκαρδία και συνεχής αναζήτηση κρύων περιοχών στο σπίτι λόγω μη ανοχής στη ζέστη.3,29,31

Ορμονικός έλεγχος

Καθώς οι περισσότεροι σκύλοι εμφανίζονται κλινικώς ευθυρεοειδικοί, έχουν πραγματοποιηθεί μόνο λίγες κλινικές μελέτες που ελέγχουν την λειτουργία του θυρεοειδή μέσω μετρήσεων της συγκέντρωσης ορμονών όπως της τριιωδιοθυρονίνης (Τ3), της θυροξίνης (Τ4) και της TSH του πρόσθιου λοβού της υπόφυσης.3,11 Από μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 36 σκύλους με νεοπλάσματα του θυρεοειδή, το 39% παρουσίαζε μειωμένες τιμές Τ3 και Τ4, χωρίς όμως κανένας από αυτούς να παρουσιάζει συμπτώματα υποθυρεοειδισμού, ενώ, το 31% παρουσίαζε αυξημένες τιμές Τ4, με 2 μόνο να εμφανίζουν κλινικά συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού.9 Ανεξάρτητα από την παρουσία ή όχι συμπτωμάτων υποθυρεοειδισμού ή υπερθυρεοειδισμού, προτείνεται να γίνεται σε όλα τα περιστατικά μέτρηση της ολικής Τ4, της ελεύθερης Τ4 και της TSH ώστε να αποσαφηνίζεται η λειτουργία του θυρεοειδή.32

Απεικονιστικές εξετάσεις

Ακτινολογικός έλεγχος

Η ακτινογράφηση της περιοχής του τραχήλου, σχεδόν πάντα, αποκαλύπτει την ύπαρξη μάζας πυκνότητας μαλακών ιστών που παρεκτοπίζει ή όχι την τραχεία ή τον λάρυγγα, αλλά δεν παρέχει πληροφορίες σχετικά με την αγγείωση και την διήθηση των γύρω ιστών (Εικόνες 3, 4).6 Η ακτινογράφηση του θώρακα, αποκαλύπτει την ύπαρξη πνευμονικών μεταστάσεων μόνο σε ποσοστό 33-77%.1-3,11 Στην περίπτωση που διαπιστωθούν ευρήματα από το μεσοπνευμόνιο συμβατά με μάζα πυκνότητας μαλακών ιστών που μπορεί να σχετίζεται με έκτοπο νεόπλασμα του θυρεοειδή αδένα, προτείνεται ο υπερηχοτομογραφικός έλεγχος του θώρακα επειδή η ύπαρξη υγρού ή λίπους στην υπεζωκοτική κοιλότητα ή στο μεσοπνευμόνιο χώρο μπορεί να μοιάζει με μάζα στην απλή ακτινογραφία.30,33

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία

Υπερηχοτομογραφική εξέταση

Πρόκειται για μια πολύτιμη, σχετικά φθηνή, μη επεμβατική μέθοδο απεικόνισης, στην οποία σπάνια απαιτείται η αναισθησία του ζώου. Για τους λόγους αυτούς, πολλές φορές χρησιμοποιείται ως μέθοδος εκλογής για την εξέταση της μορφολογίας του θυρεοειδή αδένα. Ο υπερηχοτομογραφικός έλεγχος μπορεί να διακρίνει μάζες >2mm και να διαχωρίζει τα συμπαγή από τα κυστικά οζίδια. Συνεπώς, αλλοιώσεις <2 cm προτείνεται να αξιολογούνται υπερηχοτομογραφικά.34 Οι πληροφορίες που παρέχει βοηθούν στην διαφοροποίηση των νεοπλάσματων του θυρεοειδή από άλλες μάζες που μπορεί να υπάρχουν στην κοιλιακή περιοχή του τραχήλου και στη διάκριση ετερόπλευρης ή αμφοτερόπλευρης προσβολής του αδένα.35 Ωστόσο, μερικές φορές είναι δύσκολο να τεκμηριωθεί η θυρεοειδική προέλευση της μάζας, εάν η φυσιολογική ανατομία της τραχηλικής χώρας έχει αλλοιωθεί.33,36 Επιπλέον, παρέχει πληροφορίες για τον βαθμό αγγείωσης του νεοπλάσματος και της διήθησης των γύρω ιστών, χωρίς όμως να διαφοροποιεί τα καλοήθη από τα κακοήθη νεοπλάσματα, εκτός και αν διαπιστωθεί περιφερική λεμφαδενοπάθεια και τοπική διήθηση.33 Σε περίπτωση νεοπλάσματος με εκτεταμένη αγγείωση συνιστάται βιοψία με υπερηχοτομογραφική καθοδήγηση ώστε να αποφευχθεί πρόκληση αιμορραγίας.30,33

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπείαΥπολογιστική τομογραφία (CT) και απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (MRI)

Οι τεχνικές αυτές ενδείκνυνται για μάζες >3cm και παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες σε ότι αφορά την προέλευση και τον βαθμό αγγείωσης τους, καθώς επίσης και τον βαθμό διήθησης των γύρω ιστών.30,34 Επιπλέον, προσφέρουν την δυνατότητα διερεύνησης του θώρακα για την ανίχνευση μεταστάσεων στους πνεύμονες και παρουσίας έκτοπου ενδοθωρακικού θυρεοειδικού ιστού, ενώ ακόμα μπορούν να εντοπίσουν μεταστάσεις στα λεμφογάγγλια.34 Τέλος, η CT επιτρέπει τη σταδιοποίηση του καρκινώματος του θυρεοειδή.37

Συμπερασματικά, και οι 3 απεικονιστικές τεχνικές (υπερηχοτομογραφία, CT ή MRI) δίνουν σχεδόν τις ίδιες πληροφορίες για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να αναζητούνται όταν διαπιστώνεται η παρουσία μάζας στην τραχηλική χώρα. Σε μια έρευνα που συνέκρινε την ευαισθησία και την ειδικότητα αυτών των τεχνικών σε 13 περιστατικά σκύλων με καρκίνωμα του θυρεοειδή βρέθηκε ότι η υπερηχοτομογραφία είχε ευαισθησία 79% και ειδικότητα 33%, η CT 85% και 100% αντίστοιχα και ο MRI 93% και 67% αντίστοιχα.36 Στις περιπτώσεις που η ερμηνεία των αποτελεσμάτων που προκύπτουν από τις απεικονιστικές εξετάσεις είναι αμφιλεγόμενη, η χειρουργική διερεύνηση της τραχηλικής χώρας, αποτελεί έναν γρήγορο, ακριβή και φθηνό τρόπο, με τον οποίο διαπιστώνεται η διεισδυτικότητα και η προέλευση της μάζας.38

Κυτταρολογική εξέταση

Η παρακέντηση της μάζας με την βοήθεια λεπτής βελόνας (FNA) αποτελεί μια μη επεμβατική, γρήγορη και εύκολη μέθοδο, για την οποία δεν χρειάζεται να προηγηθούν ηρέμηση ή γενική αναισθησία.38 Έρευνες έχουν δείξει πως η κυτταρολογική εξέταση μετά από FNA ταυτοποιεί την θυρεοειδική προέλευση μάζας που βρίσκεται στην τραχηλική χώρα, σε περισσότερα από τα μισά περιστατικά σκύλων με νεόπλασμα του θυρεοειδή, χωρίς όμως να διαφοροποιεί τα καλοήθη από τα κακοήθη νεοπλάσματα.3,29 Η επιμόλυνση των δειγμάτων με αίμα λόγω της μεγάλης αγγείωσης της μάζας, η ευθραυστότητα των κυττάρων των θυρεοειδικών θυλακίων και η ενεργή φλεγμονή τους, αποτελούν μερικούς από τους λόγους που περιορίζουν την διαγνωστική ακρίβεια της μεθόδου αυτής.29 Για την ελαχιστοποίηση της επιμόλυνσης των δειγμάτων με αίμα, συστήνεται η παρακέντηση να γίνεται με υπερηχοτομογραφική καθοδήγηση.30,33

Βιοψία και ιστοπαθολογική εξέταση

Σε μικρές (<7cm) ή/και κινητές μάζες, η βιοψία με χειρουργική εκτομή βρίσκει τόσο διαγνωστική όσο και θεραπευτική εφαρμογή. Η βιοψία από μεγάλες και έντονα διηθητικές μάζες γίνεται με βελόνα τύπου Tru-cut ή με τομή με τον κίνδυνο όμως εμφάνισης σοβαρών αιμορραγιών.6,39 Για τον λόγο αυτό, προτείνεται η ανοιχτή βιοψία ώστε αυτή να πραγματοποιείται στο σημείο με την λιγότερη αγγείωση, ενώ επιπλέον υπάρχει η δυνατότητα επίσχεσης της αιμορραγίας εφόσον κριθεί απαραίτητη.39

Για την οριστική διάγνωση των θυρεοειδικών νεοπλασμάτων απαιτείται βιοψία και ιστοπαθολογική εξέταση, η οποία όχι μόνο επιβεβαιώνει την προέλευση της μάζας, αλλά διαφοροποιεί και τα καλοήθη από τα κακοήθη νεοπλάσματα.29 Με βάση την ιστολογική εικόνα, τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή, προέρχονται είτε από τα κύτταρα των θυρεοειδών θυλακίων, είτε από τα θυρεοπαραθυλακικά ή C-κύτταρα.

Η κακοήθεια στα καλά διαφοροποιημένα νεοπλάσματα, χαρακτηρίζεται από διήθηση της κάψας και αγγειακή διήθηση.40 Τα περισσότερα καρκινώματα του θυρεοειδή στον σκύλο είναι καλά προς μέτρια διαφοροποιημένα και προέρχονται συνήθως από τα κύτταρα των θυρεοειδών θυλακίων. Η συμπαγής-θυλακιώδης μορφή απαντάται σε μεγαλύτερη συχνότητα, ενώ ακολουθούν οι μορφές θυλακιώδης και συμπαγής.3,7,24 Τα αδενώματα των κυττάρων των θυρεοειδών θυλακίων εμφανίζονται συνηθέστερα με την θυλακιώδη μορφή.11,41 Η θηλώδης μορφή του καρκινώματος των κυττάρων των θυρεοειδών θυλακίων, το μυελοειδές καρκίνωμα (θυρεοπαραθυλακικά ή C-κύτταρα) και τα μη διαφοροποιημένα καρκινώματα, εμφανίζονται σπάνια στον σκύλο.1-3,11,28 Ο χρόνος επιβίωσης των σκύλων με καρκίνωμα του θυρεοειδή, δεν φαίνεται να σχετίζεται σημαντικά με την ιστοπαθολογική σταδιοποίησή του.3,7

Σταδιοποίηση

Η κλινική σταδιοποίηση γίνεται σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας [WHO Tumor Node Metastasis (TNM) Staging System] και παρουσιάζεται στον Πίνακα 1. Με το σύστημα αυτό, το νεόπλασμα κατηγοριοποιείται ανάλογα με το μέγεθος και την διεισδυτικότητα του στους γειτονικούς ιστούς (Τ), την μετάσταση στα επιχώρια λεμφογάγγλια (N) ή την παρουσία απομακρυσμένης μετάστασης (Μ).42

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία

> Διαφορική διάγνωση

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή θα πρέπει να διαφοροποιηθούν από τα αποστήματα, τα κοκκιώματα, τις σιελογόνες βλεννοκήλες, τη λεμφογενή μετάσταση του καρκινώματος του πλακώδους επιθηλίου των αμυγδαλών, το λέμφωμα, το νεόπλασμα του καρωτιδικού σώματος και τα σαρκώματα.43

> Θεραπεία

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπείαΣτα περιστατικά αδενώματος του θυρεοειδή, η χειρουργική εξαίρεση του νεοπλάσματος αποτελεί την θεραπεία εκλογής και οδηγεί στην ίαση του ζώου.6,32 Αναφορικά με το καρκίνωμα του θυρεοειδή η επιλογή θεραπείας εξαρτάται από παράγοντες όπως το μέγεθος του όγκου, το βαθμό διήθησης των γειτονικών ιστών, την παρουσία μεταστάσεων και τη δυνατότητα χρησιμοποίησης άλλων θεραπευτικών μέσων (ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία).43 Γενικά, η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται στα περιστατικά μικρών (<7cm) και κινητών νεοπλασμάτων ή σε νεοπλάσματα με επιφανειακή διήθηση των γειτονικών ιστών, ενώ, αντενδείκνυται στις περιπτώσεις έντονα διηθητικών και μη κινητών νεοπλασμάτων (Εικόνα6).6,7,10,32 Πολλές φορές είναι απαραίτητη η χειρουργική διερεύνηση του καρκινώματος για να διαπιστωθεί ο βαθμός διήθησης των γειτονικών ιστών. Στα περιστατικά που διαγιγνώσκονται με μεταστατική νόσο, η θεραπεία που αναλαμβάνεται είναι παρηγορητική και περιλαμβάνει την ακτινοθεραπεία ή τη χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου ή το συνδυασμό χειρουργική εξαίρεσης και ακτινοθεραπείας. Όταν μετά τον απεικονιστικό έλεγχο δεν διαπιστωθούν μεταστάσεις, η επιλογή της θεραπείας θα βασιστεί στο κατά πόσο το νεόπλασμα είναι κινητό ή όχι. Εφόσον είναι κινητό, επιλέγεται η χειρουργική εξαίρεση του, πραγματοποιώντας ετερόπλευρη ή σπάνια αμφοτερόπλευρη θυρεοειδεκτομή, συνδυαστικά ή όχι με ακτινοθεραπεία. Εφόσον το νεόπλασμα είναι μη κινητό, η χειρουργική θεραπεία αντενδείκνυται και προτείνονται ακτινοθεραπεία και θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο.32

Χειρουργική θεραπεία

Χειρουργική ανατομική

Η καλή γνώση της ανατομικής του τραχήλου και ειδικότερα του θυρεοειδή είναι απαραίτητη για την απρόσκοπτη και ασφαλή χειρουργική διερεύνηση και αντιμετώπιση των νεοπλασμάτων του θυρεοειδή. Ο θυρεοειδής αδένας, αποτελείται από δύο επιμήκεις λοβούς και εντοπίζεται στην αρχή της τραχηλικής μοίρας της τραχείας. Συνήθως, ο δεξιός λοβός βρίσκεται στο ύψος των 5 πρώτων τραχειακών ημικρικίων, ενώ ο αριστερός λοβός εντοπίζεται οπισθιότερα, εκτεινόμενος από το 3ο μέχρι το 8ο τραχειακό ημικρίκιο. Οι λοβοί εφάπτονται κοιλιακά με τους στερνοϋοειδή και στερνοκεφαλικό μυ, ενώ στα πλάγια με τον στερνοθυρεοειδή μυ. Οι λοβοί βρίσκονται σε κοντινή απόσταση από την καρωτίδα, τον πλανητικοσυμπαθητικό κλώνο και την σφαγίτιδα φλέβα (Εικόνα 7).44-45

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία

Οι παραθυρεοειδείς αδένες συνδέονται στενά με τον θυρεοειδή αδένα και είναι συνήθως δύο για κάθε λοβό του θυρεοειδή: ένας έξω, που βρίσκεται στο πρόσθιο άκρο του λοβού και ένας έσω, που εντοπίζεται στην εσωτερική επιφάνεια του λοβού, κάτω από την ινώδη κάψα του ή μέσα στο παρέγχυμά του.44-45

Η αιμάτωση του θυρεοειδή αδένα πραγματοποιείται από την πρόσθια και οπίσθια θυρεοειδή αρτηρία. Η πρόσθια θυρεοειδής αρτηρία εκφύεται από την καρωτίδα και η οπίσθια θυρεοειδής αρτηρία εκφύεται από την βραχιονοκεφαλική αρτηρία. Η φλεβική αποχέτευση του αίματος γίνεται μέσω της πρόσθιας θυρεοειδούς φλέβας, η οποία αποχετεύει το περιεχόμενό της στη σφαγίτιδα.44-45

Προεγχειρητική προετοιμασία

Εφόσον έχει επιλεχθεί η χειρουργική εξαίρεση του νεοπλάσματος, όπως και σε κάθε άλλη χειρουργική επέμβαση, πρέπει να εκτιμηθεί η κατάσταση της υγείας του ασθενούς με την πραγματοποίηση των κατάλληλων αιματολογικών και βιοχημικών εξετάσεων. Επιπλέον, λόγω της εκτεταμένης αγγείωσης του θυρεοειδή και μερικές φορές της διήθησης μεγάλων αγγείων, κατά τη θυρεοειδεκτομή, αναμένονται μεγάλες αιμορραγίες και μερικές φορές σοβαρή απώλεια αίματος. Το γεγονός αυτό καθιστά απαραίτητο τον έλεγχο του αιμοστατικού μηχανισμού και την προετοιμασία για πιθανή μετάγγιση διεγχειρητικά ή μετεγχειρητικά.32,43,46 Η αναισθησία πραγματοποιείται κατά τα γνωστά αφού σπάνια το νεόπλασμα του θυρεοειδή είναι λειτουργικό.43 Σημειώνεται ότι ακόμα και στις περιπτώσεις υπερθυρεοειδικών ζώων, η προσπάθεια μετάβασης τους σε ευθυρεοειδική κατάσταση πριν την χειρουργική επέμβαση δεν είναι απαραίτητη, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει στις υπερθυρεοειδικές γάτες. Σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση παρατηρηθούν σοβαρές περιεγχειρητικές αρρυθμίες ή σοβαρή υπέρταση, χορηγείται η κατάλληλη αγωγή.31

Θυρεοειδεκτομή 32,38,39,47

  1. Μετά την εγκατάσταση της αναισθησίας, το ζώο τοποθετείται σε ύπτια θέση, τα πρόσθια άκρα δένονται προς τα πίσω, κάτω από τον τράχηλο τοποθετείται μια αναδιπλωμένη πετσέτα, έτσι ώστε αυτός να βρίσκεται σε ήπια υπερέκταση και επιπλέον στον οισοφάγο τοποθετείται σωλήνας που διευκολύνει την ανεύρεσή του κατά την διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης. Η κοιλιακή επιφάνεια του τραχήλου, από το πίσω μέρος της κάτω γνάθου μέχρι την λαβή του στέρνου, προετοιμάζεται χειρουργικά (Εικόνα 8).
    Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία
  2. Πραγματοποιείται μέση τραχηλική τομή, που εκτείνεται από το θυρεοειδή χόνδρο του λάρυγγα μέχρι την λαβή του στέρνου.
  3. Με την βοήθεια μαχαιριδίου γίνεται διατομή των εγκάρσιων μυών του επιπολής σφιγκτήρα του τραχήλου, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί το ζεύγος των στερνοϋοειδών μυών. Γίνεται τομή στη μέση γραμμή των μυών αφού γίνει αιμόσταση των μικρών αγγείων που πορεύονται στη ραφή των μυών με διαθερμία ή απολίνωση. Η τραχεία αποκαλύπτεται, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται οι λοβοί του θυρεοειδή αδένα που βρίσκονται ραχιαία ή ραχιαία και πλάγια της τραχείας, κοντά στον θυρεοειδή χόνδρο (Εικόνα 9).
    Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία
  4. Αν ο θυρεοειδής αδένας δεν είναι ορατός, γίνεται απώθηση από την μέση γραμμή του ζεύγους των στερνοθυρεοειδών μυών, οι οποίοι βρίσκονται ραχιαία και προς τα έσω των στερνοϋοειδών μυών. Για την ευχερέστερη επισκόπηση του πεδίου συνιστάται η απαγωγή των στενοϋοειδών και στερνοθυρεοειδών μυών με την τοποθέτηση 2 διαστολέων Gelpi στο πρόσθιο και οπίσθιο τμήμα της τομής.
  5. Επισκοπούνται προσεχτικά και οι δύο λοβοί του θυρεοειδή, καθώς επίσης και η σχέση τους με τις γύρω ανατομικές δομές.
  6. Αποκαλύπτονται τα παλίνδρομα λαρυγγικά νεύρα, τα οποία πορεύονται κατά μήκος της τραχείας και προς τα έσω του αδένα ή στην περιτονία ραχιαία του αδένα. Κατά την φάση της θυρεοειδεκτομής, λαμβάνεται μέριμνα, ώστε να αποφευχθεί κάκωση των νεύρων αυτών.
  7. Γίνεται απολίνωση των αγγείων που περιβάλουν τον αδένα. Η οπίσθια θυρεοειδής αρτηρία απολινώνεται και αφού γίνει διατομή των ιστών ραχιαία του αδένα, αυτός διατέμνεται και φέρεται προς τα εμπρός για να γίνει η απολίνωση της πρόσθιας θυρεοειδούς αρτηρίας. Οι απολινώσεις γίνονται με συνθετικό απορροφήσιμο ράμμα 3/0 ή με αγγειακά clips (Εικόνες 10, 11). Στις περιπτώσεις που παρατηρούνται μεγάλες αιμορραγίες εξαιτίας της εκτεταμένης νεοαγγείωσης, κρίνεται σκόπιμη η προσωρινή ετερόπλευρη απολίνωση της καρωτίδας και της σφαγίτιδας φλέβας, η οποία είναι καλά ανεκτή από το ζώο.
    Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία
  8. Στην περίπτωση έντονα διηθητικού καρκινώματος που εισβάλλει τους γύρω ιστούς και δομές, όπως, τη σύστοιχη σφαγίτιδα φλέβα, την καρωτίδα, τον πλανητικοσυμπαθητικό κλώνο και το παλίνδρομο λαρυγγικό νεύρο, αυτά εκτέμνονται και αφαιρούνται ετερόπλευρα en block, χωρίς πρόβλημα παρά μόνο την εμφάνιση ετερόπλευρου συνδρόμου Horner. Αντίθετα, όταν το καρκίνωμα φαίνεται να διηθεί την τραχεία ή/και τον οισοφάγο ή υπάρχει εκτεταμένη νεοαγγείωση, τότε το νεόπλασμα θεωρείται ανεγχείρητο.
  9. Η αμφοτερόπλευρη προσβολή των αδένων, εφόσον είναι κινητοί, μπορεί να αντιμετωπιστεί με αμφοτερόπλευρη θυρεοειδεκτομή με διατήρηση ή όχι των παραθυρεοειδών αδένων. Σε περίπτωση όμως ολικής παραθυρεοειδεκτομής απαιτείται αντιμετώπιση της διαταραχής της ομοιοστασίας του ασβεστίου.
  10. Η σύγκλειση των μυών στη μέση γραμμή γίνεται με απορροφήσιμο ράμμα 3/0 και η σύγκλιση του υποδόριου ιστού και του δέρματος πραγματοποιείται κατά τα γνωστά.

Μετεγχειρητική παρακολούθηση και επιπλοκές

Η μετεγχειρητική αιμορραγία σε ζώα που υποβλήθηκαν σε θυρεοειδεκτομή μπορεί να είναι σοβαρή. Όταν οι αιμορραγίες είναι μικρές τότε αρκεί η εφαρμογή ψυχρών επιθεμάτων στην περιοχή και η επίδεση του τραχήλου. Σε σοβαρές αιμορραγίες είναι απαραίτητη η μετάγγιση αίματος ή/και η επαναδιερεύνηση του τραύματος με σκοπό την επίσχεση της αιμορραγίας.32,43,46

Κατά τη θυρεοειδεκτομή -εφόσον δεν έχει αναγνωριστεί και προστατευτεί κατάλληλα- το παλίνδρομο λαρυγγικό νεύρο μπορεί να υποστεί κάκωση. Κατά την αφαίρεση μεγάλων όγκων μπορεί να επέλθει νευραπραξία λόγω έλξης και διάτασης του νεύρου ή να χρειαστεί εκτομή του νεύρου εφόσον διηθείται από τον όγκο. Στις περιπτώσεις αυτές και εφόσον η βλάβη είναι ετερόπλευρη συνήθως δεν έχει επιπτώσεις στην αναπνευστική λειτουργία. Επιπλέον, μπορεί να παρατηρηθεί διαταραχή της φωνής (αλλαγή της χροιάς, δυσφωνία, αφωνία).46 Παράλυση του λάρυγγα παρατηρείται συνήθως μετά από αμφοτερόπλευρο τραυματισμό των παλίνδρομων λαρυγγικών νεύρων σε αμφοτερόπλευρη θυρεοειδεκτομή, Στις περιπτώσεις αυτές συνιστάται κρικοαρυταινοειδική λαρυγγοπλαστική.46 Στην περίπτωση κάκωσης του πνευμονογαστρικού νεύρου μπορεί να εμφανιστεί ετερόπλευρο σύνδρομο Horner, ενώ σε αμφοτερόπλευρο τραυματισμό ή/και διατομή του πνευμονογαστρικού νεύρου, αναμένεται η εμφάνιση μεγαοισοφάγου.32,43

Μετά από αμφοτερόπλευρη ολική θυρεοειδεκτομή και συναφαίρεση των παραθυρεοειδών αδένων η πλεινότητα των περιστατικών αναπτύσσει μόνιμο υποπαραθυρεοειδισμό και ως συνέπεια αυτού υπασβεστιαιμία.32 Εάν εμφανιστούν συμπτώματα υπασβεστιαιμίας (νευρικότητα, μυϊκός τρόμος, επιληπτικές κρίσεις) χορηγείται ενδοφλεβίως και με αργό ρυθμό γλυκονικό ασβέστιο 10%. Στα ζώα με υποθυρεοειδισμό και υπασβεστιαιμία χορηγούνται δια βίου βιταμίνη D και συμπληρώματα ασβεστίου με την πρώτη χορήγηση βιταμίνης D να γίνεται 12 ώρες μετά την επέμβαση.48

Επιπλέον, μετά από αμφοτερόπλευρη θυρεοειδεκτομή υπάρχει πιθανότητα εμφάνισης υποθυρεοειδισμού, για αυτό και πρέπει σε τακτά χρονικά διαστήματα να ελέγχονται εργαστηριακά οι συγκεντρώσεις των ορμονών του θυρεοειδή. Στις περιπτώσεις αυτές χορηγούνται ορμονικά σκευάσματα όπως η νατριούχος L-θυροξίνη ή λεβοθυροξίνη.46 Ο αλγόριθμος αντιμετώπισης των νεοπλασμάτων του θυρεοειδή αδένα παρατίθεται στην Εικόνα 12.

Τα νεοπλάσματα του θυρεοειδή αδένα στον σκύλο: διάγνωση και θεραπεία

Πρόγνωση

Στα περιστατικά αδενώματος του θυρεοειδή η πρόγνωση είναι πολύ καλή, καθώς η πλήρης χειρουργική εξαίρεση του νεοπλάσματος οδηγεί στην ίαση του ζώου.

Η πρόγνωση στα περιστατικά με καρκίνωμα του θυρεοειδή αδένα σχετίζεται με το μέγεθος και την διεισδυτικότητα του νεοπλάσματος, καθώς επίσης και την ύπαρξη μεταστάσεων, ενώ δεν φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της αγγειακής πυκνότητάς τους και του χρόνου επιβίωσης.40 Σε δύο μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε σκύλους με κινητά, μη διηθητικά καρκινώματα που είχαν υποβληθεί σε χειρουργική αφαίρεση, αυτοί παρουσίασαν μέσο χρόνο επιβίωσης 1-3 χρόνια στην μία, ενώ αντιθέτως, στην άλλη μόνο 7 μήνες.3,40 Επίσης, μία άλλη μεγάλη έρευνα σε 82 σκύλους με καρκίνωμα του θυρεοειδή, αποκάλυψε πως οι 20 οι οποίοι είχαν κινητό καρκίνωμα, χωρίς ενδείξεις μετάστασης, όταν υποβλήθηκαν σε χειρουργική αφαίρεση, ο μέσος χρόνος επιβίωσης τους ήταν 36 μήνες.7 Σε σκύλους με ανεγχείρητο καρκίνωμα, στους οποίους δεν πραγματοποιήθηκε καμία άλλη θεραπεία, μία κλινική μελέτη έδειξε πως από τους 8, οι 5 έζησαν για περίπου 6 μήνες και οι 2 για τουλάχιστον 1 χρόνο, ενώ σε μία άλλη έρευνα ο μέσος χρόνος επιβίωσης ήταν οι 3 μήνες.9,10 Πρόσφατα σε μελέτη 15 σκύλων με κινητό αμφοτερόπλευρο καρκίνωμα του θυρεοειδή που υποβλήθηκαν σε αμφοτερόπλευρη θυρεοειδεκτομή με ή χωρίς συναφαίρεση των παραθυρεοειδών βρέθηκε ότι ο μέσος χρόνος επιβίωσης ήταν 38,3 μήνες. 11 ζώα εμφάνισαν υπασβεστιαιμία κατά την άμεση μετεγχειρητική περίοδο, και στο τέλος της μελέτης 7 λάμβαναν θεραπεία για αυτή, ενώ σε 8 γίνονταν αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού.49 Τέλος, σε ότι αφορά την πρόγνωση σε σκύλους με μυελοειδές καρκίνωμα, δεν είναι γνωστό αν αυτή είναι ευνοϊκότερη σε σχέση με αυτή του καρκίνωματος. Σημειώνεται ότι το μυελοειδές καρκίνωμα είναι καλύτερα εγκαψωμένο και έχει μικρότερη τάση διήθησης των γύρω ιστών συγκριτικά με το αδενοκαρκίνωμα.10

Ακτινοθεραπεία

Η ακτινοθεραπεία μπορεί να φανεί αρκετά αποτελεσματική σε περιπτώσεις έντονα διηθητικών και ανεγχείρητων νεοπλασμάτων και πραγματοποιείται είτε ως μονοθεραπεία, είτε σε συνδυασμό με τη χειρουργική θεραπεία, η οποία γίνεται σε δεύτερο χρόνο, αφού επέλθει μείωση του μεγέθους του νεοπλάσματος. Υπάρχουν διάφορα πρωτόκολλα ακτινοθεραπείας και αφορούν είτε στην κλασματική (fractionated) είτε στην υποκλασματική (hypofractionated) ακτινοθεραπεία.8,50 Μια από τις μεγαλύτερες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί, αφορούσε 25 σκύλους με έντονα διηθητικό καρκίνωμα του θυρεοειδή αδένα που δεν παρουσίαζαν μεταστάσεις και υποβλήθηκαν σε υποκλασματική ακτινοθεραπεία. Τα ποσοστά επιβίωσης -ανεξαρτήτως της εξέλιξης του νεοπλάσματος- ανέρχονταν στο 80% 1 χρόνο μετά και στο 72% 3 χρόνια μετά. Ο χρόνος στον οποίο τα νεοπλάσματα έφτασαν στο μικρότερο μέγεθός τους κυμαίνονταν μεταξύ 8-22 μηνών, ενώ μόνο το 28% των ζώων εμφάνισε μετάσταση σε άλλες περιοχές.8 Σε μία άλλη μικρότερη έρευνα που έγινε σε σκύλους με διηθητικό καρκίνωμα του θυρεοειδή, οι οποίοι υποβλήθηκαν σε κλασματική ακτινοθεραπεία, ο μέσος χρόνος επιβίωσης ήταν τα 2 έτη.49 Τόσο τα υποκλασματικά όσο και τα κλασματικά πρωτόκολλα δίνουν πολύ καλά αποτελέσματα σε ότι αφορά τον χρόνο επιβίωσης και την εμφάνιση μεταστάσεων.8,50

Θεραπεία με ραδιενεργό Ιώδιο (131I)

Η θεραπεία με 131I προτείνεται στις περιπτώσεις διηθητικών καρκινωμάτων ή παρουσίας μεταστατικών εστιών και γίνεται συνδυαστικά ή όχι με τη χειρουργική θεραπεία. Από σχετικές έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί φαίνεται πως μπορεί να παρατείνει σημαντικά τον χρόνο επιβίωσης των ζώων.9,13 Σε μια μεγάλη μελέτη σε 65 σκύλους με καρκίνωμα του θυρεοειδή, στους 43 από αυτούς πραγματοποιήθηκε θεραπεία με131I (1-3 συνεδρίες131I σε δόση 555- 1850 MBq) σε συνδυασμό με ή χωρίς χειρουργική θεραπεία, ενώ, στους υπόλοιπους δεν πραγματοποιήθηκε καμία θεραπεία. Ο μέσος χρόνος επιβίωσης ήταν οι 34, 30, και 3 μήνες, αντίστοιχα.9

Χημειοθεραπεία

Η χημειοθεραπεία χρησιμοποιείται σε ζώα με διηθητικά καρκινώματα ή/και παρουσία μεταστατικών εστιών σε συνδυασμό ή όχι με τη χειρουργική επέμβαση. Η αποτελεσματικότητα της όμως, προς το παρόν, αμφισβητείται. Σε μια μελέτη στην οποία χορηγούνταν δοξορουβικίνη ως αποκλειστική θεραπεία, στο 40% των ασθενών το καρκίνωμα είχε μειωθεί περισσότερο από το μισό και είχαν μέσο χρόνο επιβίωσης της 37 εβδομάδες.51 Σε μια άλλη μελέτη στην οποία χορηγούταν σισπλατίνη, το 54% των ζώων παρουσίασε μείωση του μεγέθους του νεοπλάσματος μεγαλύτερη από το 50% και είχε μέσο χρόνο επιβίωσης 322 ημέρες. Όμως στα περισσότερα από τα ζώα αυτά είχε χορηγηθεί προηγουμένως δοξορουβικίνη, γεγονός που καθιστά δύσκολη την εκτίμηση του αποτελέσματος. Το υπόλοιπο 46% των ζώων παρουσίασε μέσο χρόνο επιβίωσης 98 ημέρες.14 Σε μια πρόσφατη μελέτη σε 44 ζώα πραγματοποιήθηκε χημειοθεραπεία με διάφορα χημειοθεραπευτικά (καρβοπλατίνη, σισπλατίνη, δοξορουβικίνη ή γεμσιταβίνη) ως μονοθεραπεία ή σε συνδυασμό με χειρουργική θεραπεία. Οι μέσοι χρόνοι επιβίωσης των ζώων δεν διέφεραν σημαντικά ανάμεσα στις δύο ομάδες.52

 

> Βιβλιογραφία

1. Brodey RS, Kelly DF. Thyroid neoplasms in the dog. A clinicopathologic study of fifty-seven cases. Cancer 1968, 22: 406-416.

2. Birchard SJ, Roesel OF. Neoplasia of the thyroid gland in the dog: a retrospective study of 16 cases. J Am Anim Hosp Assoc 1981, 17: 369-372.

3. Hararι J, Patterson JS, Rosenthal RC. Clinical and pathologic features of thyroid tumors in 26 dogs. J Am Vet Med Assoc 1986, 188: 1160-1164.

4. Wucherer KL, Wilke V. Thyroid Cancer in Dogs: An Update Based on 638 Cases (1995-2005). J Am Anim Hosp Assoc 2010, 46: 249-254.

5. Loar AS. Canine thyroid tumors. In Current Veterinary Therapy IX. Kirk RW (ed). WB Saunders: Philadelphia, 1986, pp. 1033-1039.

6. Barber LG. Thyroid tumors in dogs and cats. Vet Clin North Am Small Anim Pract 2007, 37: 755-773.

7. Klein MK, Powers BE, Withrow SJ, Curtis CR, Straw RC, Ogilvie GK, Dickinson KL, Cooper MF, Baier M. Treatment of thyroid carcinoma in dogs by surgical resection alone: 20 cases (1981-1989). J Am Vet Med Assoc 1995, 206: 1007-1009.

8. Théon AP, Marks SL, Feldman ES, Griffey S. Prognostic factors and patterns of treatment failure in dogs with unresectable differentiated thyroid carcinomas treated with megavoltage irradiation. J Am Vet Med Assoc 2000, 216: 1775-1779.

9. Worth AJ, Zuber RM, Hocking M. Radioiodide (131) I therapy for the treatment of canine thyroid carcinoma. Aust Vet J 2005, 83: 208-14.

10. Carver JR, Kapatkin A, Patnaik AK. A Comparison of medullary thyroid carcinoma and thyroid adenocarcinoma in dogs: A retrospective study of 38 cases. Vet Surg 1995, 24: 315-319.

11. Leav I, Schiller AL, Rijnberk A, Legg MA, Der Kinderen PJ. Adenomas and Carcinomas of the Canine and Feline Thyroid. Am J Pathol 1976, 83: 61-122.

12. Hayes HM, Fraumeni JF. Canine thyroid neoplasms: epidemiologic features. J Natl Cancer Inst 1975, 55: 931-934.

13. Turrel JM, McEntee MC, Bruke BP, Page RL. Sodium iodide I 131 treatment of dogs with nonresectable thyroid tumors: 39 cases (1990-2003). J Am Vet Med Assoc 2006, 229: 542-548.

14. Fineman LS, Hamilton TA, Gortari A, Bonney P. Cisplatin chemotherapy for treatment of thyroid carcinoma in dogs: 13 cases. J Am Anim Hosp Assoc 1998, 34: 109-112.

15. Benjamin SA, Saunders WJ, Angleton GM, Lee AC. Radiation carcinogenesis in dogs irradiated during prenatal and postnatal development. J Radiat Res 1991, 32: 86-103.

16. Verschueren CP, Rutteman GR, Vos JH, Van Dijk JE, De Bruin TW. Thyrotrophin receptors in normal and neoplastic (primary and metastatic) canine thyroid tissue. J Endocrinol 1992, 132: 461-468.

17. Benjamin SA, Stephens LC, Hamilton BF, Saunders WJ, Lee AC, Angleton GM, Mallinckrodt CH. Associations between lymphocytic thyroiditis, hypothyroidism, and thyroid neoplasia in beagles. Vet Pathol 1996, 33: 486-494.

18. Suarez HG, du Villard JA, Severino M, Caillou B, Schlumberger M, Tubiana M et al. Presence of mutations in all three ras genes in human thyroid tumors. Oncogene 1990, 5: 565-570.

19. Kondo T, Ezzat S, Asa SL. Pathogenetic mechanisms in thyroid follicular-cell neoplasia. Nat Rev Cancer 2006, 6: 292-306.

20. Verschueren CP. Flow-Cytometric DNA Ploidy analysis in primary and metastatic canine thyroid carcinomas. Anticancer Res 1991, 11: 1755-1761.

21. Bertazzolo W, Giudice C, Dell’Orco M, Caniatti M. Paratracheal cervical mass in a dog. Vet Clin Pathol 2003, 32: 209-212.

22. Almes KM, Heaney AM, Andrews JA. Intracardiac ectopic thyroid carcinosarcoma in a dog. Vet Pathol 2008, 45: 500-504.

23. Lantz GC, Salisbury SK. Surgical excision of ectopic thyroid carcinoma involving the base of the tongue in dogs: three cases (1980-1987). J Am Vet Med Assoc 1989, 195: 1606-1608.

24. Broome MR, Peterson ME, Walker JR. Clinical features and treatment outcomes of 41 dogs with sublingual ectopic thyroid neoplasia. J Vet Intern Med 2014, 28: 1560-1568.

25. Liptak JM, Kamstock DA, Dernell WS, Ehrhart EJ, Rizzo SA, Withrow SJ. Cranial mediastinal carcinomas in nine dogs. Vet Comp Oncol 2008, 6: 19-30.

26. Constantino-Casas F, Rodriguez-Martinez HA, Gutierrez Diaz- Ceballos ME. A case report and review: the gross, histological and immunohistochemical characteristics of a carcinoma of ectopic thyroid in a dog. Br Vet J 1996, 152: 669-672.

27. Kiupel M, Capen C, Miller M, Smedley R. Histological classification of the endocrine system of domestic animals Washington. Armed Forces Institute of Pathology, 2008, pp. 64-68.

28. Patnaik AK, Lieberman PH. Gross, histologic, cytochemical and immunocytochemical study of medullary carcinoma in sixteen dogs. Vet Pathol 1991, 28: 223-233.

29. Susaneck SJ. Thyroid tumors in the dog. Compend Cont Educ Pract Vet 1983, 5: 35-38.

30. Taeymans O, Peremans K, Saunders JH. Thyroid imaging in the dog: current status and future directions. J Vet Intern Med 2007, 21: 673-684.

31. Simpson AC, McCown JL. Systemic hypertension in a dog with a functional thyroid gland adenocarcinoma. J Am Vet Med Assoc 2009, 235:1474-1479.

32. Seguin B, Brownlee L, Walsh PJ. Endocrine system. In Veterinary Surgical Oncology. Kudnig ST, Sequin B(eds). Wiley-Blackwell: Chichester, 2012, pp. 405- 441.

33. Wisner ER, Nyland TG. Ultrasonography of the thyroid and parathyroid glands. Vet Clin North Am Small Anim Pract 1998, 28: 973-991.

34. Weber AL, Randolph G, Aksoy FG. The thyroid and parathyroid glands. CT and MR imaging and correlation with pathology and clinical findings. Radiol Clin North Am 2000, 38: 1105-1129.

35. Feldman N. Canine thyroid tumors and hyperthyroidism. In Canine and Feline Endocrinology and Reproduction. Feldman N (ed). 3rd ed. Saunders: Philadelphia, 2003, pp. 219-249.

36. Taeymans O, Penninck DG, Peters RM. Comparison between clinical, ultrasound, CT, MRI, and pathology findings in dogs presented for suspected thyroid carcinoma. Vet Radiol Ultrasound 2013, 54: 61-70.

37. Taeymans O, Schwarz T, Duchateau L, Barberet V, Gielen I, Haskins M, van Bree H, Saunders J. Computed tomographic features of the normal canine thyroid gland. Vet Radiol Ultrasound 2008, 49: 13-19.

38. Liptak JM. Canine thyroid carcinoma. Clin Tech Small Anim Pract 2007, 22: 75-78.

39. Flanders JA. Surgical therapy of the thyroid. Vet Clin North Am Small Anim Pract 1994 , 24: 607-621.

40. Kent MS, Griffey SM, Verstraete FJ, Naydan D, Madewell BR. Computerassisted image analysis of neovascularization in thyroid neoplasms from dogs. Am J Vet Res 2002, 63: 363-369.

41. Sullivan M, Cox F, Pead MJ, McNell P. Thyroid tumours in the dog. J Small Anim Pract 1987, 28: 505-512.

42. Owen LN. TNM Classification of Tumours in Domestic Animals. 1st ed. World Health Organization: Geneva, 1980, pp. 51-53.

43. Lunn KF, Page RL. Tumors of the endocrine system. In Withrow and Mac- Ewen’s Small Animal Clinical Oncology. Withrow SJ, Vail DM, Page RL (eds) 5th ed. Elsevier: St Louis, 2013, pp. 504-531.

44. Michail S. Comparative Anatomy of the Domestic Animals. 2nd edn. D Kyriakidis: Thessaloniki, 2015.

45. Hullinger RL. The endocrine system. In Miller’s Anatomy of the Dog. Evans HE (ed). 3rd ed. WB Saunders Co: Philadelphia, 1993, pp. 559-585.

46. Radlinsky MG. Thyroid surgery in dogs and cats. Vet Clin Small Anim 2007, 37: 789-798.

47. Fukui S, Endo Y, Hirayama K, Taniyama H, Kadosawa T. Identification and preservation of the parathyroid gland during total thyroidectomy in dogs with bilateral thyroid carcinma: a report of six cases. J Vet Med Sci 2015, 77: 747-751.

48. Kornegay JN. Hypocalcemia in dogs. Compend Cont Educ Pract Vet 1982, 4: 103-110.

49. Tuohy JL, Worley DR Withrow SJ. Outcome following simultaneous bilateral thyroid lobectomy for treatment of thyroid gland carcinoma in dogs: 15 cases (1994–2010). J Am Vet Med Assoc 2012, 241: 95-103.

50. Pack L, Roberts R, Dawson SD, Dookwah HD. Definitive radiation therapy for infiltrative thyroid carcinoma in dogs. Vet Radiol Ultrasound 2001, 42: 471-474.

51. Jeglum KA, Whereat A. Chemotherapy of canine thyroid carcinoma. Compend Cont Educ Pract Vet 1983, 5: 96-98.

52. Nadeau ME, Kitchell BE. Evaluation of the use of chemotherapy and other prognostic variables for surgically excised canine thyroid carcinoma with and without metastasis. Can Vet J 2011, 52: 994-998.

 

 

 

Έκθεση μιάς γάτας σε μανιτάρια βρώσιμα για τον άνθρωπο: ήταν άραγε τοξικά;

 

> Περίληψη

Οι ιδιοκτήτες μιας θηλυκής γάτας ηλικίας 3 μηνών φυλής κοινής Ευρωπαϊκής βραχύτριχης παρατήρησαν ότι κατανάλωσε ωμά μανιτάρια είδους Boletus edulis, Boletus aereus και Amanita caesarea. Τα μανιτάρια αυτά είναι βρώσιμα για τον άνθρωπο και θεωρούνται υψηλής ποιότητας σε διάφορες κουζίνες. Τα συμπτώματα που εμφανίστηκαν εντός 6 ωρών από την κατανάλωση ήταν έμετος, σιελόρροια οριζόντια ταλάντωση της κεφαλής και μυϊκός τρόμος των άκρων. Δύο ημέρες αργότερα η γάτα προσκομίστηκε στην κλινική με κατάπτωση και ανορεξία, ενώ τα νευρολογικά συμπτώματα είχαν υποχωρήσει. Διαπιστώθηκαν αφυδάτωση, κατάπτωση, λεμφοπενία, αυξημένη συγκέντρωση του αζώτου ουρίας στον ορό του αίματος, πρωτεϊνουρία και χολερυθρινουρία. Κατά τη διάρκεια της 5ήμερης νοσηλείας η θεραπευτική αγωγή περιλάμβανε υγρά ενδοφλεβίως, καθώς και βιταμίνη Ε και ηπατοπροστατευτικά (σύμπλεγμα S - αδενοσυλομεθειονίνης - βιταμίνης Ε - βιταμίνης C - σιλιμπινίνης) από το στόμα. Την πρώτη ημέρα της νοσηλείας εκδηλώθηκε βλεννώδης αιμορραγική διάρροια. Για το λόγο αυτό προστέθηκαν στην αγωγή αμπικιλλίνη και σουκραλφάτη. Το γατάκι ανένηψε πλήρως εντός μίας εβδομάδας και εξακολουθούσε να είναι υγιές 8 μήνες αργότερα. Γενικά τα μανιτάρια κατατάσσονται σε βρώσιμα ή δηλητηριώδη. Τα τελευταία μπορεί να είναι ηπατοξικά, νευροτοξικά, νεφροτοξικά, τοξικά για το γαστρεντερικό σωλήνα, μουσκαρινικά ή κοπρινοειδή. Αυτή η βασική κατηγοριοποίηση με βάση την εμπειρία από τον άνθρωπο μπορεί να μην είναι εφαρμόσιμη σε άλλα είδη ζώων και κατά συνέπεια τα “βρώσιμα” είδη μανιταριών μπορεί να είναι τοξικά για τα ζώα. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις κατανάλωσης μανιταριών από ζώα τα εμπλεκόμενα είδη μανιταριών παραμένουν αταυτοποίητα. Στην εργασία αυτή περιγράφεται ένα περιστατικό πιθανής τοξίκωσης μιας νεαρής γάτας από τρία είδη μανιταριών που ταυτοποιήθηκαν ως Boletus edu lis, Boletus aereus και Amanita caesarea, τα οποία θεωρούνται βρώσιμα για τον άνθρωπο, που όμως προκάλεσαν συμπτώματα από τον γαστρεντερικό σωλήνα, το ήπαρ και το νευρικό σύστημα. Η πρόγνωση στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι ευνοϊκή, υπό την προϋπόθεση να εφαρμοστεί εγκαίρως υποστηρικτική αγωγή.

> Εισαγωγή

Τα μανιτάρια κατατάσσονται σε βρώσιμα ή δηλητηριώδη. Τα πρώτα ενδέχεται να είναι βρώσιμα από όλους τους έμβιους οργανισμούς ή να μπορούν να καταναλωθούν μόνο από τον άνθρωπο και να είναι τοξικά για τα ζώα. Τα δεύτερα μπορεί να είναι ηπατοτοξικά, νευροτοξικά, νεφροτοξικά, τοξικά για το γαστρεντερικό σωλήνα, ή να περιέχουν μουσκαρίνη ή κοπρίνη.1-3 Υπάρχει όμως και ένας εναλλακτικός τρόπος ταξινόμησής τους που μπορεί να είναι χρήσιμος για τον κλινικό και βασίζεται στο χρονικό διάστημα που παρέρχεται από την έκθεση μέχρι την εκδήλωση των συμπτωμάτων: μανιτάρια με λανθάνουσα περίοδο τοξικότητας έως και τρεις ώρες μετά την κατανάλωση (αυτοπεριοριζόμενη τοξίκωση, που δεν απειλεί τη ζωή), έως και 6 ώρες μετά την κατανάλωση (τοξίκωση απειλητική για τη ζωή) και μέχρι και 24 ώρες μετά την κατανάλωση.4 Η τοξικότητα ενός μανιταριού εξαρτάται από τις τοξίνες του ή/και την ποσότητα που καταναλώθηκε. Τα ηπατοτοξικά μανιτάρια (π.χ. Amanita ocreata, A. phalloides) περιέχουν κυρίως κυκλοπεπτίδια (αμανιτίνες) που προκαλούν οξεία ηπατική ανεπάρκεια και θάνατο στον άνθρωπο και στα ζώα. Το A. phalloides («μανιτάρι του θανάτου») θεωρείται το πιο τοξικό μανιτάρι παγκοσμίως.2 Τα νευροτοξικά μανιτάρια περιέχουν οργανοϋδραζίνες (π.χ. Gyromitra spp.), ισοξαζόλες (π.χ. A. pantherine, A. muscaria), ψιλοσίνη και ψιλοσιβίνη (π.χ. Psilocybe spp., Panaeolus spp., Conocybe spp., Gymnopilus spp.). Τα νεφροτοξικά μανιτάρια (π.χ. Cortinarius sp.) περιέχουν διπυριδύλια όπως η ορελανίνη, η οποία θεωρείται ότι είναι η κύρια τοξίνη τους. Με την πάροδο του χρόνου τα περισσότερα περιστατικά τοξίκωσης από Cortinarius sp. στον άνθρωπο και στα ζώα εκδηλώνουν νεφρική ανεπάρκεια.2 Τα μανιτάρια που προσβάλλουν τον γαστρεντερικό σωλήνα (π.χ. Agaricus sp., Boletus sp.) περιέχουν ποικιλία τοξινών, η πλειονότητα των οποίων δεν έχει ταυτοποιηθεί, ωστόσο προκαλούν κυρίως πεπτικά συμπτώματα (ουσίες ερεθιστικές για τον γαστρεντερικό σωλήνα). Τα μανιτάρια Inocybe spp. και Clitocybe spp. περιέχουν μουσκαρίνη. Τα ζώα εκδηλώνουν συμπτώματα που χαρακτηρίζονται από τα αρχικά ΣΔΑΔΔΕ (Σιελόρροια, Δακρύρροια, Ακράτεια ούρου, Διάρροια, Δύσπνοια και Εμετός).2 Τα μανιτάρια κοπρίνοι (Coprinopsis spp) περιέχουν κοπρίνη. Η τοξίκωση στον άνθρωπο προκύπτει από την ταυτόχρονη κατανάλωση των μανιταριών με αλκοολούχα ποτά (τοξίκωση από συνδυασμό κοπρίνης με αλκοόλ), και για αυτό το λόγο η τοξίκωση αυτή αφορά αποκλειστικά αυτόν.1 Τελικά όλα τα τοξικά μανιτάρια ανεξαρτήτως της κατάταξής τους μπορεί να οδηγήσουν σε πολυσυστηματικές εκδηλώσεις.

Στην παρούσα εργασία περιγράφεται η τοξίκωση από μανιτάρια σε μία γάτα από τα είδη Boletus edulis, B. aereus και Amanita caesarea, τα οποία είναι βρώσιμα για τον άνθρωπο. Οι τοξικώσεις από μανιτάρια δεν έχουν περιγραφεί εκτενώς στα ζώα και ιδιαίτερα στις γάτες, συνεπώς η παρούσα εργασία συμβάλει στην πληροφόρηση σχετικά με τα δυνητικά τοξικά για τις γάτες είδη μανιταριών και τη θεραπευτική διαχείριση της τοξίκωσης από αυτά.

Έκθεση μιάς γάτας σε μανιτάρια βρώσιμα για τον άνθρωπο: ήταν άραγε τοξικά;> Κλινικό Περιστατικό

Μια 3 μηνών θηλυκή, φυλής κοινής Ευρωπαϊκής βραχύτριχης, ανεμβολίαστη γάτα βρέθηκε να καταναλώνει τεμάχια τριών διαφορετικών ειδών μανιταριών που είχαν συλλεχθεί από τον ιδιοκτήτη της και προορίζονταν για ανθρώπινη κατανάλωση (Εικόνα 1). Tα μανιτάρια ταυτοποιήθηκαν ως Boletus edulis, Boletus aereus, και Amanita caesarea από τον ιδιοκτήτη, που ήταν χημικός στο επάγγελμα και έμπειρος συλλέκτης μανιταριών και από τον Καθηγητή κ.Α.Ντινόπουλο, Κτηνίατρο, Διδάκτορα, ο οποίος είναι καθηγητής ανατομικής και ιστολογίας (ειδικός στη μορφολογία-ταυτοποίηση). Ο κ.Ντινόπουλος έχει ευρύτερη εμπειρία στην αναζήτηση μανιταριών και είναι συγγραφέας σχετικού βιβλίου, με αποτέλεσμα να μπορεί να θεωρηθεί ειδικός στην ταυτοποίηση των μανιταριών, λαμβάνοντας υπόψη την απουσία της εξειδίκευσης αυτής στην Ελλάδα. Τα αρχικά συμπτώματα ευρήματα που παρατηρήθηκαν εντός 6 ωρών από την κατανάλωση ήταν σιελόρροια, έμετος, οριζόντια ταλάντευση της κεφαλής και μυϊκός τρόμος των άκρων. Την επόμενη ημέρα, η γάτα εμφάνισε ανορεξία και κατάπτωση και δεν χρησιμοποίησε καθόλου την αμμοδόχο της. Σαραντα οκτώ ώρες μετά την κατανάλωση των μανιταριών, η γάτα προσκομίστηκε στην κλινική μας λόγω παρατεταμένης ανορεξίας και κατάπτωσης. Κατά την προσκόμιση δεν παρατηρήθηκαν νευρολογικά συμπτώματα. Η προσεκτική διερεύνηση του ιστορικού για πιθανή έκθεση της νεαρής γάτας σε άλλες τοξικές ουσίες (π.χ. αλλοιωμένη τροφή, φυτά, εντομοκτόνα, παρασιτοκτόνα, φάρμακα, καθαριστικά) δεν συνέβαλε σε ανάλογη πληροφόρηση.

Κατά την κλινική εξέταση παρατηρήθηκαν κατάπτωση, αφυδάτωση και αμφοτερόπλευρη προβολή του τρίτου βλεφάρου, ενώ η νευρολογική εξέταση δεν αποκάλυψε διαταραχές στη συνείδηση, στη στάση του σώματος, στη βάδιση, στην αντίληψη του άλγους και στα αντανακλαστικά θέσης ή στις εγκεφαλικές συζυγίες.

Κατά τον κλασσικό αιματολογικό και βιοχημικό έλεγχο διαπιστώθηκαν λεμφοπενία, θρομβοκυττα- ροπενία και αύξηση της συγκέντρωσης του αζώτου ουρίας (BUN) στον ορό του αίματος (Πίνακας 1). Στην ανάλυση του ούρου παρατηρήθηκαν χολερυθρινουρία και πρωτεϊνουρία. Το ειδικό βάρος του ούρου ήταν 1.060, ενώ τα ευρήματα της μικροσκοπικής εξέτασης του ιζήματος και ο λόγος πρωτεϊνών προς κρεατινίνη στο ούρο ήταν εντός των φυσιολογικών ορίων.

Οι ορολογικές εξετάσεις για λοίμωξη από τους ιούς της λευχαιμίας και της ανοσοανεπάρκειας της γάτας (FeLV/FIV) μέσω της δοκιμής ELISA (Snap® Combo FeLV/FIV, IDEXX Laboratories Inc., Maine, USA) και η δοκιμή της αιμοσυγκόλλησης ήταν αρνητικές. Επιπλέον, η κυτταρολογική εξέταση του απευθυσμένου αποκάλυψε ουδετεροφιλική φλεγμονή. Κατά την κοπρανολογική εξέταση δεν βρέθηκαν παρασιτικά στοιχεία ούτε σπόρια μυκήτων (τεχνικές καθίζησης και επίπλευσης). Επίσης στην κυτταρολογική εξέταση της στιβάδας των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων του μικροαιματοκρίτη δεν διαπιστώθηκε τίποτε παθολογικό.

Έκθεση μιάς γάτας σε μανιτάρια βρώσιμα για τον άνθρωπο: ήταν άραγε τοξικά;

§Αιματοκρίτης, *Λευκά αιμοσφαίρια, &Αιμοπετάλια, ¥Λευκωματίνες, $Άζωτο ουρίας, ≠Κρεατινίνη, ©Γλυκόζη,
€Ολική  χολερυθρίνη, £Aλκαλική φωσφατάση, ∞Aλανινοαμινοτρανσφεράση, **γ-Γλουταμυνική τρανσφεράση,
***Λόγος πρωτεϊνών προς κρεατινίνη στο ούρο, %Δεν έγινε

Για την αντιμετώπιση της αφυδάτωσης καθώς και της ενδεχόμενης προσβολής του ήπατος, υποψία που προέκυψε από τη χολερυθρινουρία, χορηγήθηκαν υγρά ενδοφλέβια [Half-Strength Saline (1:1 NaCl 0.9%, Dextrose 5%)], βιταμίνη E από το στόμα (Eviol®, G.A. Pharmaceuticals Ltd., Aθήνα, Αττική, Ελλάδα) στη δόση των 8mg/kg κάθε 24 ώρες και ηπατοπροστατευτικές ουσίες [σύμπλεγμα S-αδενοσυλμεθειονίνης, βιταμίνης Ε, βιταμίνης C και σιλιμπινίνης (Samylin®, VetPlus, Lytham, UK) στη δόση των 20mg/kg κάθε 24 ώρες] από το στόμα, αντίστοιχα. Κατά την πρώτη ημέρα νοσηλείας η γάτα εμφάνισε βλεννώδη αιμορραγική διάρροια οπότε στην αγωγή προστέθηκαν αμπικιλλίνη (Begalin®, Pfizer Hellas Ltd., Nέο Ψυχικό, Αττική, Ελλάδα) στη δόση των 20mg/kg ανά 8 ώρες ενδοφλέβια και σουκραλφάτη (Peptonorm®, Uni-Pharma S.A. Pharmaceutical Laboratories, Κηφισιά, Αττική, Ελλάδα) στη δόση του 1g/30kg κάθε 8 ώρες από το στόμα.

Την πέμπτη ημέρα της νοσηλεία της δόθηκε εξιτήριο. Η γάτα ήταν σε καλή κλινική κατάσταση και με φυσιολογική όρεξη, ωστόσο εμφάνιζε ακόμη ήπιου βαθμού διάρροια. Χορηγήθηκαν βιταμίνη Ε, ηπατοπροστατευτικά, αμπικιλλίνη και σουκραλφάτη για 6 επιπλέον ημέρες από το στόμα. Κατά την επανεξέταση 6 ημέρες μετά το εξιτήριο η γάτα είχε ανανήψει πλήρως. Τα αποτελέσματα της κλινικής, νευρολογικής και εργαστηριακής εξέτασης (γενική εξέταση αίματος, βιοχημικές εξετάσεις στον ορό του αίματος, ανάλυση ούρου, παρασιτολογική εξέταση κοπράνων) ήταν φυσιολογικά και παρέμειναν φυσιολογικά στην επανεξέταση 8 μήνες αργότερα.

> Συζήτηση

Δεν υπάρχουν πολλές δημοσιεύσεις σχετικά με την τοξικώση από μανιτάρια στα ζώα, και ιδιαίτερα στις γάτες.2 Από την Αμερικανική Οργάνωση για την Πρόληψη της Κακοποίησης των Ζώων (ASPCA) – Κέντρο Ελέγχου των Τοξικώσεων στα Ζώα (APCC) σε χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών έχουν καταγραφεί σε γάτες μόνο έξι περιστατικά, ενώ τα περιστατικά σε σκύλους στο ίδιο χρονικό διάστημα φτάνουν τα 400. Στην πλειονότητα των περιστατικών τοξίκωσης από μανιτάρια σε γάτες που έχουν δημοσιευτεί, τα μανιτάρια χαρακτηρίστηκαν ως «άγνωστης προέλευσης» και δεν ταυτοποιήθηκαν.2 Επιπλέον, η Μυκητολογική Ένωση Βορείου Αμερικής (NAMYCO) έχει καταγράψει στις ΗΠΑ σε χρονικό διάστημα σαράντα ετών (1974 – 2016) 21 περιστατικά τοξίκωσης από μανιτάρια σε γάτες,5-8 ενώ από την Κτηνιατρική Υπηρεσία Πληροφόρησης για τις Τοξικώσεις (VPIS) στο Ηνωμένο Βασίλειο σε μια χρονική περίοδο δεκαοκτώ ετών (1999 – 2016) έχουν καταγραφεί 28 σχετικές έρευνες,9,10 αλλά και δύο σύντομες αναφορές στην βιβλιογραφία της κτηνιατρικής τοξικολογίας.1,11 Οι γάτες είναι δυνητικά ευάλωτες σε τοξίκωση από όλα τα εδώδιμα και δηλητηριώδη μανιτάρια2 ωστόσο, δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τα είδη των μανιταριών που είναι τοξικά για αυτές ή τις τοξικές τους δόσεις. Για την ακρίβεια, υπάρχουν μόνο δύο λεπτομερείς βιβλιογραφικές αναφορές που αφορούν σε τοξίκωση από μανιτάρια σε τρείς γάτες, ωστόσο τα είδη μανιταριών στα περιστατικά αυτά δυστυχώς δεν ταυτοποιήθηκαν.12,13 Tα είδη Amanita spp. και ειδικά το A. ocreata, καθώς και τα Conocybe sp., Galerina sp. και ορισμένα άγνωστα είδη έχει αναφερθεί ότι προκαλούν ηπατοτοξίκωση στις γάτες.5,8,13 Τα είδη Amanita pantherina και Amanita muscaria, που περιέχουν ιβοτενικό οξύ και μουσκιμόλη, αντίστοιχα, καθώς και τα Psilocybin spp. και Inocybe spp. έχει αναφερθεί ότι είναι νευροτοξικά στις γάτες.5,7,8,9,11 Η μουσκιμόλη προκαλεί τοξίκωση στον άνθρωπο και στη γάτα που ονομάζεται “μυκοατροπινική δηλητηρίαση” και χαρακτηρίζεται από μυδρίαση, ξηρότητα του στόματος, αταξία, αποπροσανατολισμό, ευφορία, ίλιγγο και εύκολη κόπωση που εμφανίζοντα εντός 30 λεπτών έως 2 ωρών από την κατανάλωση, και ακολουθούνται από πλήρη ανάνηψη σε διάστημα 1 έως 2 ημερών.11 Ωστόσο, σε γάτες έχουν αναφερθεί θάνατοι μετά την κατανάλωση του Amanita muscaria.7,9 Το Cortinarius orellanus μπορεί να προκαλέσει στις γάτες βλάβη του επιθηλίου των νεφρικών σωληναρίων.11 Τα Agaricus spp.1,5 και Russula spp.1 αναφέρονται ως γαστρεντεροτοξικά μανιτάρια. Τα Russula spp. έχουν οσμή οστρακοειδούς, που ενδεχομένως τα καθιστά ελκυστικά από τις γάτες.1 Επιπλέον, η κατανάλωση των Tricholomapardinum ή/και Paxillusatrotomentosus,5 και Armillaria spp. (ιδίως Armillaria gallica) έχει αναφερθεί ότι προκαλεί γαστρεντερικές διαταραχές στα ζώα10 πιθανώς λόγω των ιτερπενικών λακτόνων που περιέχουν. Η τοξίκωση από μανιτάρια που περιέχουν μουσκαρίνη ήταν η πιθανή διάγνωση σε δύο γάτες με οξεία εμφάνιση δύσπνοιας, αναπνοή με ανοικτό το στόμα, κυάνωση και σιελόρροια και στη συνέχεια εμέτους, διάρροια, μύση, βραδυκαρδία, ταχύπνοια, αζωθαιμία και, τελικά πλήρη ανάνηψη.12 Τέλος, τοξίκωση στις γάτες διαπιστώθηκε μετά την κατανάλωση Coprinopsis atramentaria var. crassivelata και Pluteus cinereofuscus με συμπτώματα από διάφορα οργανικά συστήματα.6,8,10

Το είδος Amanita caesarea δεν έχει αναφερθεί ως τοξικό είδος μανιταριού, ωστόσο με βάση τα συμπτώματα που προκαλούνται από τα άλλα είδη των Amanita, και όπως προέκυψε από το περιστατικό μας, μπορεί να υποτεθεί ότι η κατανάλωση μανιταριών του είδους Amanita caesarea ενδέχεται να προκαλέσει νευρολογικά συμπτώματα. Επιπλέον, οι αμανιτίνες (π.χ. α-αμανιτίνη), που πιθανώς περιέχονται στο είδος Amanita caesarea, στοχεύουν στα ηπατοκύτταρα, τα κύτταρα των εντερικών κρυπτών και τα εγγύς σπειροειδή σωληνάρια του νεφρού μέσω της αναστολής της πρωτεϊνοσύνθεσης.14 Επιπλέον το είδος Boletus spp. θεωρείται ότι έχει τοξικές ιδιότητες για το γαστρεντερικό σωλήνα και μπορεί να προκαλέσει τοξίκωση στις γάτες. Όλα τα Boletus spp., συμπεριλαμβανομένων των Boletus edulis και Boletus aereus, θεωρούνται βρώσιμα και είναι ιδιαίτερα αρεστά στην ανθρώπινη κουζίνα, ωστόσο τα Boletus spp. έχουν ενοχοποιηθεί ως ερεθιστικά για το γαστρεντερικό σωλήνα,2,15 επειδή περιέχουν ουσίες που προκαλούν γαστρεντερικά συμπτώματα. Ο μηχανισμός δράσης τους πιθανολογείται πως είναι είτε ιδιοσυγκρασιακός ή ότι διεγείρεται αλλεργικού τύπου αντίδραση.15 Επιπρόσθετα, θεωρείται ότι τα Boletus spp. περιέχουν σημαντικές ποσότητες μουσκαρίνης.16,17 Η μουσκαρίνη συνδέεται με τους χολινεργικούς υποδοχείς με αποτέλεσμα να δρα στις λείες μυϊκές ίνες, τους εξωκρινείς αδένες, και το καρδιαγγειακό σύστημα. Έτσι, η μουσκαρίνη μπορεί να προκαλέσει γαστρεντερικές διαταραχές που εκδηλώνονται ως αυξημένη περισταλτικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα και διάρροια.3 Κατά συνέπεια, στο παρόν περιστατικό για τα συμπτώματα από το γαστρεντερικό σωλήνα μπορεί να ευθύνεται η κατανάλωση Boletus edulis ή/και Boletus aereus. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι ιδιοκτήτες της γάτας κατανάλωσαν τα μανιτάρια χωρίς να εκδηλώσουν συμπτώματα τοξίκωσης. Στον άνθρωπο έχουν περιγραφεί λίγα περιστατικά αναφυλακτικών αντιδράσεων απο B. edulis,18 καθώς και δυσανεξία στην τρεχαλόζη με αποτέλεσμα ο υδατάνθρακας αυτός να μην απορροφάται λόγω ανεπάρκειας σε τρεχαλάση.19 Επίσης, έχουν καταγραφεί δεκαέξι περιστατικά το ξίκωσης στον άνθρωπο από B. edulis, στα οποία οι γαστρεντερικές διαταραχές εμφανίστηκαν 6-7 ώρες μετά την κατανάλωσή του.5,7,20 Ένα ακόμη σύνδρομο που σχετίζεται με την κατανάλωση του B. edulis είναι τα γαστρεντερικά συμπτώματα που προκύπτουν σε ευάλωτα άτομα όταν αυτά καταναλώνουν ταυτόχρονα αλκοόλ. Τα συμπτώματα εμφανίζονται μέχρι και 5 ώρες μετά, αλλά είναι διαφορετικά από αυτά της τοξίκωσης από συνδυασμό κοπρίνης με αλκοόλ (το οποίο καλείται σύνδρομο Antabuse).21

Σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπτώματα ενδέχεται να οφείλονται στην κατανάλωση, αλλοιωμένων μανιταριών (που έχουν επιμολυνθεί από βακτήρια)3 και οχι από τις τοξίνες που περιέχουν. Στο παρόν περιστατικό, ωστόσο, τα μανιτάρια πλύθηκαν και διατηρήθηκαν σωστά πριν την κατανάλωσή τους από τους ιδιοκτήτες της γάτας.

Γενικά, τα μανιτάρια μπορούν να προκαλέσουν ποικιλία μη ειδικών κλινικών και κλινικοπαθολογικών ευρημάτων τα οποία δυσχεραίνουν τη διάγνωση της τοξίκωσης από αυτά. Η λεμφοπενία στο δικό μας περιστατικό αποδόθηκε στην παρουσία στρεσικού λευκοκυτταρικού τύπου, ενώ η αύξηση της συγκέντρωσης του αζώτου ουρίας στον ορό του αίματος μπορεί να ήταν συνέπεια της αφυδάτωσης. Η θρομβοκυτταροπενία οφειλόταν στη δυσκολία λήψης του δείγματος αίματος από το γατάκι, υπόθεση που επιβεβαιώνεται από την ανεύρεση συσσωματωμάτων αιμοπεταλίων κατά την μικροσκοπική εξέταση του επιχρίσματος του αίματος. Επίσης η πρωτεϊνουρία που ανιχνεύθηκε στη χρωματογραφική ταινία εμβάπτισης στο ούρο μπορεί να ήταν ψευδής καθώς ο λόγος των πρωτεϊνών προς κρεατινίνη στο ούρο ήταν φυσιολογικός. Τέλος, παρόλο που η χολερυθρινουρία δεν έχει μελετηθεί εκτενώς στην ιατρική της γάτας, στο περιστατικό αυτό μπορεί να οφείλεται σε ηπατοτοξίκωση ή σε αντιδραστική ηπατίτιδα ως συνέπεια της φλεγμονής του πεπτικού συστήματος. Παρόλα αυτά οι δραστηριότητες των ηπατικών ενζύμων στον ορό του αίματος ήταν εντός των φυσιολογικών ορίων ίσως λόγω του περιορισμένου χρόνου ημίσειας ζωής τους. Ο χρόνος ημίσειας ζωής στη γάτα για την αλανινοαμινοτρανσφεράση είναι < 24 ώρες (περίπου 3-4 ώρες) και για την αλκαλική φωσφατάση 6 ώρες.

Η διαφορική διάγνωση που αφορά σε νεαρή γάτα με συμπτώματα από το γαστρεντερικό σωλήνα που συνοδεύονται από πιθανή ηπατική ανεπάρκεια και νευρολογικά συμπτώματα, όπως στο δικό μας περιστατικό, περιλαμβάνει τις πυλαίες αναστομώσεις και τη δευτερογενή ηπατική εγκεφαλοπάθεια, τη βακτηριακή εντερίτιδα, καθώς και την τοξίκωση απο τροφές (συμπεριλαμβανομένων τοξινών όπως η αφλατοξίνη και η γυρομιτρίνη), φυτά (τοξίκωση από κρίνο, ξάνθιο, φοινικοειδή, ρικίνη, αμπρίνη, μαριχουάνα), εντομοκτόνα (καρβαμιδικά, οργανοφωσφορικά), μικροκυστίνες κυανοβακτηρίων, χαλκό, ψευδάργυρο, υπερδοσία ακεταμινοφαίνης,3 και αμφεταμίνες. Η γάτα της παρούσας μελέτης εκδήλωσε νευρολογικά καθώς και γαστρεντερικά και συστηματικά συμπτώματα. Η τεκμηρίωση της κατανάλωσης των μανιταριών από τον ιδιοκτήτη ήταν καίριας σημασίας, όπως και ο αποκλεισμός έκθεσης της γάτας σε άλλες τοξικές ουσίες. Επιπλέον, τα λοιμώδη αίτια αποκλείστηκαν σε γενικές γραμμές μέσω της εργαστηριακής διερεύνησης και των πληροφοριών από το ιστορικό για τον τρόπο διαβίωσης της γάτας, η οποία ζούσε αποκλειστικά μέσα στο σπίτι. Τέλος, η ανταπόκριση στην θεραπευτική αγωγή και η ευνοϊκή τελική έκβαση απέκλεισαν οποιεσδήποτε συγγενείς ανωμαλίες. Έτσι, η τοξίκωση από μανιτάρια θεωρήθηκε ότι είναι η πιθανότερη αιτιολογική διάγνωση. Η ταυτοποίηση του είδους των μανιταριών έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία και παρόλο που τα είδη που εμπλέκονται σε αυτό το περιστατικό ταυτοποιήθηκαν με αξιοπιστία, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί κατά πόσον ένα ή περισσότερα από αυτά προκάλεσε τις συγκεκριμένες κλινικές εκδηλώσεις.

Στην τοξίκωση από μανιτάρια, η ταυτοποίηση γίνεται μέσω μορφολογικής (των σπορίων) ή/και βιοχημικής (τοξικολογικής) ανάλυσης. Η αιτιολογική διάγνωση μπορεί να γίνει με την ταυτοποίηση των τοξινών στον ορό του αίματος ή σε δείγμα ούρου με μέθοδο που βασίζεται στην τεχνική ELISA22 ή με υγρή χρωματογραφία υψηλής ανάλυσης,23 ωστόσο αυτές οι μέθοδοι δεν γίνονται σε ρουτίνα στην κτηνιατρική. Οι αμανιτίνες ανιχνεύονται στο ούρο του σκύλου για ώρες και στου ανθρώπου για έως και τρείς ημέρες μετά την κατανάλωση των μανιταριών. Αυτό μπορεί να υποδεικνύει παρατεταμένη εντερική απορρόφηση, εντερική επαναπρόσληψη ή μειωμένη αποβολή της αμανιτίνης από τους νεφρούς λόγω τοξικής νεφρικής βλάβης.24 Ο χρόνος ημίσειας ζωής της αμανιτίνης στο πλάσμα του αίματος είναι 25-50 λεπτά, ενώ δεν μπορεί να ανιχνευθεί 24 ώρες μετά την κατανάλωση.14 Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εξετάζεται το έμεσμα για την παρουσία τεμαχίων μανιταριού,2 ενώ τα δείγματα των μανιταριών θα πρέπει να τοποθετούνται σε χάρτινη σακούλα (και όχι πλαστική) ή ιδανικά να τυλίγονται σε επικερωμένο χαρτί.1 H μουσκαρίνη μπορεί να ανιχνευτεί στο ούρο και στο περιεχόμενο του πεπτικού σωλήνα, ωστόσο η ανάλυση αυτή δεν ανήκει στις εξετάσεις που παρέχονται συνήθως από τα κτηνιατρικά διαγνωστικά εργαστήρια, όμως η θετική ανταπόκριση στη θεραπευτική δοκιμή με ατροπίνη έχει μεγάλη διαγνωστική αξία.3 Στο περιστατικό μας, η αιτιολογική διάγνωση μέσω της ανίχνευσης των τοξινών του μανιταριού με ειδικές τεχνικές δε μπορούσε να διενεργηθεί εξαιτίας της καθυστερημένης προσκόμισης της νεαρής γάτας στην κλινική και της απουσίας τοξικολογικού εργαστηρίου εξειδικευμένου στα μανιτάρια στην Ελλάδα. Επίσης, η ανίχνευση των σπορίων μέσω της μικροσκόπησης βιολογικών υλικών δεν έγινε στο παρόν περιστατικό λόγω της καθυστερημένης προσκόμισής του στην κλινική.

Για την πλειονότητα των τοξινών των μανιταριών δεν υπάρχουν αντίδοτα με την εξαίρεση της μουσκαρίνης για την οποία η ατροπίνη συμβάλει στην υποχώρηση των χολινεργικών συμπτωμάτων. Η θεραπευτική αγωγή είναι υποστηρικτική και στοχεύει στην αντιμετώπιση της υπογκαιμικής καταπληξίας, της αφυδάτωσης, της ηπατοτοξίκωσης, της νευροτοξίκωσης, και των άλλων κλινικών ευρημάτων. Γενικά, ο ενεργός άνθρακας μπορεί να μην συμβάλει στην απομάκρυνση των τοξικών ουσιών εξαιτίας της ταχείας έναρξης των συμπτωμάτων.3 Η σιλιμπινίνη, που χορηγήθηκε στο περιστατικό μας λόγω της υποψίας της ηπατοτοξίκωσης είναι το κύριο συστατικό της σιλυμαρίνης, που προέρχεται από το γάλα του γαϊδουράγκαθου, Silybum marianum και μειώνει την πρόσληψη των αμανιτινών από τα ηπατοκύτταρα. Κατά της τοξίκωσης από αμανιτίνες έχει προταθεί και ένα σύμπλεγμα σιλιμπινίνης με φωσφατιδυλοχολίνη (λεκιθίνη), γνωστό ως σιλυβίνη. Εμφανίζει τέσσερις έως δέκα φορές μεγαλύτερη βιοδιαθεσιμότητα στην από το στόμα χορήγηση συγκριτικά με την καθαρή σιλιμπινίνη, ωστόσο δεν έχει δοκιμαστεί σε κλινικά περιστατικά στα ζώα.25

Η πρόγνωση εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως η ηλικία του ασθενούς ζώου, η ποσότητα του μανιταριού που καταναλώθηκε, το είδος του μανιταριού και η χρονική στιγμή έναρξης της αγωγής, καθώς και τα ειδικά μέτρα που λήφθηκαν.3 Στο περιστατικό μας, παρά τη νεαρή ηλικία της γάτας, η οποία αποτελεί δυσμενή προγνωστικό δείκτη, η γάτα ανταποκρίθηκε ευνοϊκά στη συμπτωματική αγωγή και επιβίωσε, πιθανώς λόγω της μικρής ποσότητας μανιταριού που κατανάλωσε και επειδή εφαρμόστηκε το κατάλληλο θεραπευτικό πρωτόκολλο. Έχει σημασία να αναφερθεί ότι η τοξίκωση του γαστρεντρικού σωλήνα από μανιτάρια σπάνια είναι θανατηφόρος.3

Συμπερασματικά, το παρόν κλινικό περιστατικό αποτελεί την πρώτη αναφορά τοξίκωσης σε γάτα που προκλήθηκε από την κατανάλωση βρώσιμων ειδών μανιταριών των Boletus edulis, Boletus aereus και Amanita caesarea. Μέχρι να είναι διαθέσιμες περισσότερες πληροφορίες οποιοδήποτε είδος μανιταριού πρέπει να θεωρείται δυνητικά τοξικό για τις γάτες. Τονίζεται η ανάγκη δημιουργίας μιας παγκόσμιας ή διεθνούς βάσης δεδομένων για την καταγραφή των περιστατικών τοξίκωσης από μανιτάρια σε ανθρώπους και ζώα. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό από τους ιδιοκτήτες ζώων συντροφιάς ότι οι τροφές που προορίζονται για ανθρώπινη κατανάλωση δεν είναι όλες κατάλληλες για τα κατοικίδια. Για το λόγο αυτό πρέπει να δίνεται προσοχή κατά την προετοιμασία του φαγητού ώστε να αποφεύγεται η από σφάλμα κατανάλωση ακατάλληλης τροφής από τα κατοικίδια ζώα.

> Ευχαριστίες

Οι συγγραφείς θα ήθελαν να ευχαριστήσουν τον καθηγητή Αθανάσιο Ντινόπουλο, Κτηνίατρο, Διδάκτορα, Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής, Ιστολογίας και Εμβρυολογίας, του Τμήματος Κτηνιατρικής, της Σχολής Επιστημών Υγείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, για τη συνεισφορά του στην ταυτοποίηση των μανιταριών.

 

> Βιβλιογραφία

1. Spoerke D. Mushrooms. In: Small Animal Toxicology. Peterson ME, Talcott PA (eds). 2nd edn. WB Saunders Co: Philadelphia, 2006, pp. 860-884.

2. Puschner B, Wegenast C. Mushroom Poisoning Cases in Dogs and Cats: Diagnosis and Treatment of Hepatotoxic, Neurotoxic, Gastroenterotoxic, Nephrotoxic and Muscarinic Mushrooms. Vet Clin North Am Small Anim Pract 2012, 42: 375-387.

3. Puschner B. Mushrooms. In: Small Animal Toxicology. Peterson ME, Talcott PA (eds). 3rd edn. Elsevier Saunders: Missouri, 2013, pp. 659-676.

4. Brownie C. Poisonous mushrooms. 2006, http://www. merckvetmanual.com/toxicology/poisonous-mushrooms/overview-ofpoisonous- mushrooms, (accessed 14 January 2017).

5. Beug M, Shaw M, Cochran K. Thirty-plus years of mushroom poisonings: summary of the approximately 2,000 reports in the NAMA Case Registry. McIlvainea 2006, 16(2): 47-68.

6. Beug M. 2008 NAMA Toxicology Committee report: North American Mushroom Poisonings. McIlvainea 2009, 18: 45-54.

7. Beug M. 2013 NAMA Toxicology Committee report: North American Mushroom Poisonings. McIlvainea 2014, 24: 1-13.

8. Beug M.2014 NAMA Toxicology Committee report: North American Mushroom Poisonings. McIlvainea 2015, 25: 1-16.

9. Veterinary Poisons Information Service (VPIS). VPIS Annual Report 2014. 2014, https://vpisglobal.com/our-research/, (accessed 20 January 2017).

10. Bates N, Edwards N, Dentiger B, Ainsworth A. Fungal ingestion in companion animals. Vet Rec 2014, 175: 179-180.

11. Ridgway R. Mushroom (Amanita pantherina) poisoning. J Am Vet Med Assoc 1978, 172: 681-682.

12. Herreria-Bustillo VJ, Saiz-Alvarez R, Jasani S. Suspected muscarinic mushroom intoxication in a cat. J Feline Med Surg 2012, 15(2): 160-162.

13. Tokarz D, Poppenga R, Kaae J, Filigenzi M, Lowenstine LJ, Pesavento P. Amanitin Toxicosis in Two Cats with Acute Hepatic and Renal Failure. Vet Path 2012, 49(6): 1032-1035.

14. Palm C, Kanakubo K. Blood purification for intoxications and drug overdose. In: Small Animal Critical Care Medicine. Silverstein D, Hopper K (eds). 2nd edn. Elsevier Saunders: Missouri, 2005, pp. 390-394.

15. Cope RB. Toxicology Brief: Mushroom poisoning in dogs. Vet Med 2007, Feb: 95-100.

16. Turner N, Szczawinski A. Common poisonous plants and mushrooms of North America. 1st edn. Timber Press: Portland (OR), 1991.

17. Benjamin DR. Mushrooms: poisons and panaceas. 1stedn. WH Freeman & Co: New York, 1995.

18. Torricelli R, Johansson S, Wuthrich B. Ingestive and inhalative allergy to the mushroom Boletus edulis. Allergy 1997, 52: 747-751.

19. Roncarolo D, Minale P, Mistrello G, et al. Food allergy to Boletus edulis. J Allergy Clin Immunol 1998, 101: 850-851.

20. Beug M. Mushroom Poisoning in North America: Summary of Voluntary Reporting and News Articles for 2015 and 2016. McIlvainea 2017, 26.

21. Armes, IA. Mushroom poisoning syndromes. 2017, www.namyco. org/mushroom_poisoning_syndromes.php, (accessed 24 January 2017).

22. Butera R, Locatelli C, Coccini T, Manzo L. Diagnostic accuracy of urinary amanitin in suspected mushroom poisoning: a pilot study. J Toxicol Clin Toxicol 2004, 42 (6): 901-912.

23. Jehl F, Gallion C, Birckel A, Jaeger A, Flesch F, Minck R. Determination of α-amanitin and β-amanitin in human biological fluids by highperformance liquid chromatography. Analyt Biochem 1985, 149 (1): 35-42.

24. Faulstich H, Talas A, Wellhoner H. Toxicokinetic of labeled amatoxins in the dog. Arch Toxicol 1985, 56: 190-194.

25. Beug M. Amatoxin Mushroom Poisoning in North America 2015- 2016. McIlvainea 2017, 26.

 

 

 

Επικοινωνία

Ιατρική Ζώων Συντροφιάς

Πύργος Απόλλων
Λουΐζης Ριανκούρ 64
115 23 Αθήνα
Τηλ: 2107759727
Fax: 2107753460
iatrikizs@hcavs.gr

Χορηγός Επικοινωνίας

 
diagnovet