Ιατρική Ζώων Συντροφιάς

Επιστημονικό Περιοδικό της Ελληνικής Εταιρείας Κτηνιατρικής Ζώων Συντροφιάς (ΕΛ.Ε.Κ.Ζ.Σ.)

 

ΝΕΟ

Ιατρική ζώων Συντροφιάς - Τόμος 9 - Τεύχος 1 - 2020

Παράσιτα και BARF: Η ωμή αλήθεια


Ηλίας Παπαδόπουλος κτηνίατρος, MSc, PhD, Dip. EVPC, Γεώργιος Σιούτας κτηνίατρος

Εργαστήριο Παρασιτολογίας και Παρασιτικών Νοσημάτων, Τμήμα Κτηνιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη

Η ωμοφαγία, δηλαδή η διατροφή του σκύλου και της γάτας με ωμή δίαιτα, φαίνεται να ξεκίνησε στις αρχές του 1990, όταν ο Αυστραλός κτηνίατρος I. Billinghurst έγραψε ένα βιβλίο πάνω στο θέμα αυτό προωθώντας τα πλεονεκτήματα μιας ωμής δίαιτας για σκύλους (Billinghurst 1993). Παράλληλα, ξεκίνησε και η χρήση του ακρωνυμίου «BARF» που σημαίνει «Biologically Appropriate Raw Food» ή «Bones and Raw Food», που πλέον είναι συνυφασμένος με την ωμή δίαιτα, ενώ συχνά αναφέρεται και ως Raw Meat Based Diet (RMBD).

  Η διατροφή BARF στοχεύει στην ανάδειξη των ενστίκτων κυνηγού-θηράματος στους κατοικίδιους σκύλους και γάτες, καθώς πρόκειται για τροφές αποτελούμενες από ωμό κρέας, με υψηλή περιεκτικότητα σε οστά και σπλαχνικά όργανα. Επιπροσθέτως, φρούτα και λαχανικά, ξηροί καρποί, έλαια και βότανα συμπληρώνουν το διαιτολόγιό τους μαζί με αβγά, ιχθύες και γαλακτοκομικά προϊόντα σε μικρότερο ποσοστό. Η προσθήκη σιτηρών στη διατροφή αυτή συνήθως αποφεύγεται, αν και οι πατάτες και τα όσπρια επιτρέπονται.

  Οι λόγοι που συχνά οι ιδιοκτήτες καταφεύγουν στη διατροφή BARF για το κατοικίδιό τους είναι η επιθυμία για μια πιο φυσική και υγιεινή διατροφή (Morgan et al. 2017, Morelli et al. 2019). Άλλοι λόγοι είναι οι χρόνιες ασθένειες (όπως οι γαστρεντερικές διαταραχές, αλλεργίες και δερματοπάθειες) τις οποίες οι ιδιοκτήτες ελπίζουν να βελτιώσουν με τη νέα δίαιτα, η κοινή πεποίθηση μεταξύ των συμμετεχόντων στις έρευνες πως οι εμπορικές δίαιτες περιέχουν χημικές ουσίες και άλλα επικίνδυνα συστατικά για το κατοικίδιο τους και πως ευθύνονται και για διάφορα νοσήματα. Αυτή η ανασφάλεια και δυσπιστία τους οδηγεί να επιλέξουν καλύτερες και πιο «υγιεινές» εναλλακτικές δίαιτες, όπως η BARF.

  Η πλειονότητα των πληροφοριών που λαμβάνουν οι υποστηρικτές της ωμής δίαιτας, προέρχεται κυρίως από το διαδίκτυο και από μη επιστημονικά βιβλία (Morgan et al. 2017, Morelli et al. 2019). Ωστόσο, αυτές οι πηγές συνήθως γράφονται από μη ειδικούς πάνω στο θέμα της διατροφής των ζώων, περιέχουν ενδεχομένως ανακρίβειες και παραπλανητικές πληροφορίες που παρουσιάζονται με φαινομενικά επιστημονικό τρόπο για να είναι πιο εύκολα πιστευτές. Γενικά, οι υπερασπιστές της ωμής διατροφής παρουσιάζουν διάφορους ισχυρισμούς ως πλεονεκτήματα αυτής, τα οποία συχνά στηρίζονται σε μη αξιόπιστα και αντικρουόμενα επιστημονικά δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα, τα συχνότερα πλεονεκτήματα που αναφέρονται είναι πως ο κηδεμόνας του ζώου γνωρίζει την προέλευση και τη σύνθεση της τροφής, δεν περιέχονται χημικά ή άλλα πρόσθετα, αποφεύγονται τα σιτηρά και πως το μαγείρεμα της τροφής μειώνει τη θρεπτική του αξία. Επίσης ισχυρίζονται ότι τα κατοικίδια τους έχουν λιγότερα κόπρανα με καλύτερη συνεκτικότητα, βελτιωμένη στοματική υγιεινή λόγω της μάσησης, πιο λαμπερό τρίχωμα και καλύτερη συμπεριφορά (Freeman et al. 2013, BARF World 2020).

  Στον αντίποδα, υπάρχουν αρκετοί προβληματισμοί με την επιλογή μιας ωμής δίαιτας, όπως η μη ισορροπημένη διατροφή (για παράδειγμα σε περιεκτικότητα πρωτεΐνης, λίπους, μικρο- και μακροστοιχείων). Εάν ο έλεγχος των τροφών αυτών είναι ελλιπής, είναι δυνατή η παρουσία επιβλαβών συστατικών. Από την άλλη πλευρά, η κατανάλωση οστών μπορεί να προκαλέσει τραυματισμούς σε δόντια (κατάγματα), στις παρειές, στον οισοφάγο (διάτρηση ή ρήξη) και γενικά κατά μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα (δυσκοιλιότητα, ειλεός κ.ά.). Επιπλέον των παραπάνω, προστίθεται ο υγειονομικός κίνδυνος από την κατανάλωση ωμών κρεάτων, αφού μπορεί να περιέχουν διάφορους παθογόνους παράγοντες, όπως ιούς (ηπατίτιδα Ε, λύσσα, καλυκοϊός, της νόσου του Aujeszky κ.ά.), αρκετά γένη βακτηρίων (Coliforms, Escherichia, Salmonella, Campylobacter, Yersinia, Brucella, Listeria, Staphylococcus, Enterococcus, Clostridium) και παράσιτα (Freeman et al. 2013, van Bree et al. 2018, Davies et al. 2019). Πιο συγκεκριμένα για τα παράσιτα, είναι δυνατόν να βρεθούν αναπαραγωγικά στοιχεία από πολλά πρωτόζωα και έλμινθες (όπως Toxoplasma gondii, Neosporum caninum, Sarcocystis spp., Cryptosporidium parvum, Giardia spp., Echinococcus granulosus, E. multilocularis, Taenia hydatigena, T. ovis και Trichinella spp.) (Freeman et al. 2013, Silva & Machado 2016, van Bree et al. 2018, Davies et al. 2019), τα οποία μπορούν να αποτελούν πιθανούς κινδύνους μόλυνσης για τα ζώα συντροφιάς που διατρέφονται με RMBD αλλά και για τους ιδιοκτήτες τους ή τα παραγωγικά ζώα που μπορεί να εκτρέφουν. Επιπλέον, οι σκύλοι μπορεί να μολυνθούν με την κατανάλωση ωμών ψαριών από μια πληθώρα παρασίτων, όπως Diphyllobothrium latum (η ταινία των ιχθύων), Opisthorchis tenuicollis (τρηματώδες των χολαγγείων, των παγκρεατικών πόρων και του λεπτού εντέρου), Dioctophyma renale (ο γιγαντιαίος έλμινθας των νεφρών) και Nanophyetus salmincola (ο μεταδότης του Neorickettsia helminthoeca, του παρασίτου υπεύθυνου για τη δηλητηρίαση από σολομό στον σκύλο) (LeJeune & Hancock 2001).

  Αν και η έρευνα πάνω στον κίνδυνο μετάδοσης των παραπάνω παρασίτων με τις ωμές δίαιτες είναι ακόμη περιορισμένη, είναι γνωστός ο κίνδυνος μόλυνσης ανθρώπων και παραγωγικών ζώων από σκύλους και γάτες που αποβάλουν και διασπείρουν αναπαραγωγικά στοιχεία παρασίτων στο περιβάλλον. Η συχνή πρακτική της κατάψυξης των ωμών κρεάτων πριν την κατανάλωσή τους βοηθάει στην καταστροφή των περισσοτέρων ειδών παρασίτων που αναφέρθηκαν, αλλά η αποτελεσματικότητα της εξυγίανσης από τα παράσιτα εξαρτάται σημαντικά από το είδος του παρασίτου και τις συνθήκες (θερμοκρασία και διάρκεια) της κατάψυξης (Pet Food Manufacturer’s Association 2017).

  Μεταξύ των πρωτόζωων παρασίτων που μεταδίδονται με το κρέας είναι το πρωτόζωο Toxoplasma gondii, ένα συχνό αίτιο ζωοανθρωπονόσου. Η μόλυνση των ζώων και του ανθρώπου γίνεται με κατανάλωση ωμών ή ατελώς ψημένων κρεάτων (με κύστεις του παρασίτου), αλλά και από μολυσμένα άγρια φρούτα και λαχανικά επιμολυσμένα με ωοκύστεις από τα κόπρανα γάτας. Επιπλέον υπάρχουν ερευνητικά στοιχεία που αποδεικνύουν πως οι γάτες που τρέφονται με διατροφή BARF έχουν αυξημένη συχνότητα οροθετικότητας και απεκκρίνουν περισσότερες ωοκύστεις T. gondii με τα κόπρανά τους (Lopes et al. 2008, Coelho et al. 2011, Jokelainen et al. 2012, Freeman et al. 2013), ενώ υπάρχει και η πιθανότητα άμεσης μόλυνσης του ιδιοκτήτη από το χειρισμό των ωμών κρεάτων (Macpherson 2005). Επομένως, και οι ιδιοκτήτες βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης από το T. gondii με την ωμή διατροφή. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε στη Δανία, όπου με την τεχνική PCR ανίχνευαν την παρουσία του παρασίτου σε ωμά κρέατα, το 6% των κατεψυγμένων εμπορικών τροφών BARF ήταν θετικό για T. gondii (van Bree et al. 2018). Στις ΗΠΑ, το παρασιτικό φορτίο των κρεάτων που πωλούνται στο εμπόριο είναι γενικά χαμηλό, ωστόσο επαρκεί για να προκαλέσει ενεργή τοξοπλάσμωση σε γάτες που διατρέφονται με RMBDs (Dubey et al. 2005). Έχει αποδειχθεί πειραματικά πως χρειάζεται κατάψυξη στους -20°C για τουλάχιστον τρεις μέρες για την αδρανοποίηση των κύστεων τοξοπλάσματος στους ιστούς του κρέατος, ώστε να μειωθεί το παρασιτικό φορτίο και να χαρακτηριστεί το κρέας μη μολυσματικό (Mirza Alizadeh et al. 2018). Η κύρια μέθοδος πρόληψης από τροφιμογενή μόλυνση με T. gondii είναι το μαγείρεμα των κρεάτων τουλάχιστον στους 67°C έστω και για λίγα δευτερόλεπτα καθώς έτσι καταστρέφονται οι κύστεις. Επιπλέον πρέπει να λαμβάνονται μέτρα αποφυγής επαφής μαγειρεμένων με ωμά κρέατα (Mirza Alizadeh et al. 2018).

  Σπανιότερα, το πρωτόζωο Neospora caninum μπορεί να αποτελεί κίνδυνο μόλυνσης για το σκύλο, ο οποίος αποτελεί τον τελικό ξενιστή του παρασίτου, όταν καταναλώνει ωμά κρέατα. Ο σκύλος στη συνέχεια με την ολοκλήρωση του βιολογικού κύκλου, απεκκρίνει τα αναπαραγωγικά στοιχεία του παρασίτου στο περιβάλλον και με αυτά να μολύνονται τα παραγωγικά ζώα (κυρίως βοοειδή όπου παρατηρούνται αποβολές) (Stoker 2013, Silva & Machado 2016). Σε έρευνα που διεξάχθηκε στη Γερμανία, το 37,5% των οροθετικών για Neospora σκύλων, είχε διατροφή με φρέσκα ωμά κρέατα τα οποία δεν είχαν υποστεί καμία θερμική επεξεργασία (Villagra-Blanco et al. 2018). Αν και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες έρευνες, ο τρόπος πρόληψης μόλυνσης των κατοικίδιων σκύλων είναι ίδιος με το Toxoplasma, δηλαδή η κατάψυξη στους -20°C για τουλάχιστον τρεις μέρες και έπειτα το μαγείρεμα των κρεάτων στους τουλάχιστον 67 °C, έστω και για σύντομο διάστημα.

  Ένα ακόμη πρωτόζωο που μπορεί να προκαλέσει ζωοανθρωπονόσο και να μολύνει τους σκύλους και τις γάτες, ως τελικούς ξενιστές, με τις RMBD είναι το Sarcocystis spp. Οι σκύλοι που τρέφονται συστηματικά με ωμά κρέατα είναι συχνά μολυσμένοι με το συγκεκριμένο πρωτόζωο (LeJeune & Hancock 2001) και μπορεί να απεκκρίνουν ωοκύστεις του παρασίτου με τα κόπρανά τους για πολλούς μήνες, μολύνοντας το περιβάλλον και αυξάνοντας τον κίνδυνο μόλυνσης των παραγωγικών ζώων που εκτρέφονται στον ίδιο χώρο. Όταν βοοειδή, αιγοπρόβατα ή χοίροι που αποτελούν τους ενδιάμεσους ξενιστές, καταπίνουν το παράσιτο που βρίσκεται στο περιβάλλον μπορεί να προκληθεί κλινική νόσος που οδηγεί σε σοβαρές οικονομικές απώλειες (Hornok et al. 2015, Mirzaei & Rezaei 2016). Αν και ο άνθρωπος μπορεί να μολυνθεί από ορισμένα είδη του γένους Sarcocystis, σπάνια εκδηλώνεται ως κλινική νόσος. Σε έρευνα που έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο, με τη χρήση της μεθόδου PCR, σε 35 εμπορικές κατεψυγμένες RMBD, στο 11% βρέθηκε S. cruzi που είχαν ως βασικό συστατικό το βόειο κρέας και σε ένα άλλο 11% S. tenella που είχαν ως κύριο συστατικό βόειο κρέας ή κρέας προβάτου (van Bree et al. 2018). Η κατάψυξη ή το μαγείρεμα στις θερμοκρασίες και στη διάρκεια που αναφέρθηκαν για το Toxoplasma και Neospora φαίνεται να είναι η καλύτερη μέθοδος πρόληψης τροφιμογενούς μόλυνσης των κατοικίδιων (Gestrich & Heydorn 1974).

  Το Cryptosporidium spp. είναι πρωτόζωο που μπορεί να βρεθεί στις RMBD και να μολύνει τους σκύλους και τις γάτες. Η κλινική εικόνα ποικίλλει από ασυμπτωματική μέχρι χρόνια διάρροια. Αν και δυνητικά μπορεί να προκαλέσει ζωοανθρωπονόσο, τα περισσότερα είδη του παρασίτου έχουν ειδικότητα ξενιστή, επομένως όταν μη κατάλληλοι ξενιστές (όπως ο άνθρωπος) εκτίθενται σε C.canis και C. felis που είναι ειδικά για το σκύλο και τη γάτα, αντίστοιχα, η μόλυνση είναι απίθανη, εκτός εάν πρόκειται για ανοσοκατασταλμένα άτομα. Οι άνθρωποι μολύνονται συνήθως από τo C. hominis που εμφανίζεται μόνο στους ανθρώπους και το C. parvum που μολύνει και άλλα ζώα, αλλά όχι το σκύλο ή τη γάτα (Lucio-Forster 2010). Σε έρευνα που διεξήχθη στις Η.Π.Α. σε εμπορικές BARF δίαιτες, βρέθηκε γενετικό υλικό Cryptosporidium spp.στο 2,11% των δειγμάτων που ελήφθησαν που είχαν ως βασικό συστατικό ωμό βόειο κρέας ή ωμό κρέας ινδόρνιθας σε κονσέρβα (Strohmeyer et al. 2006). Η αδρανοποίηση των αναπαραγωγικών στοιχείων του C. parvum επιτεύχθηκε πειραματικά με κατάψυξη στους -20°C για μία ώρα ή με μαγείρεμα στους 70°C για ένα λεπτό (Rose & Slifko 1999).

  Αναφορικά με τους κινδύνους μόλυνσης με μετάζωα παράσιτα, όπως οι έλμινθες, ο Echinococcus granulosus είναι ένα συχνό κεστώδες στη χώρα μας που μπορεί να μολύνει τους σκύλους μέσω της κατανάλωσης RMBD και αφορά σημαντικά τη δημόσια υγεία. Έχει έμμεσο βιολογικό κύκλο με το σκύλο (ή άλλα σαρκοφάγα) ως ενδιάμεσο ξενιστή και τα πρόβατα (ή άλλα παραγωγικά ζώα όπως αίγες, βοοειδή, χοίροι) ως ενδιάμεσους. Οι τελικοί ξενιστές που είναι μολυσμένοι με την ενήλικη μορφή του παρασίτου στο λεπτό έντερο, απεκκρίνουν προγλωττίδες ή αβγά με τα κόπρανά τους στο περιβάλλον, τα οποία καταναλώνονται από τους ενδιάμεσους ξενιστές όπου σχηματίζονται οι υδατίδες κύστεις. Οι σκύλοι και οι γάτες επομένως μολύνονται όταν καταπίνουν αυτές τις κύστεις από μολυσμένο ωμό κρέας ή σπλάχνα. Οι σκύλοι και οι γάτες μολυσμένοι με Echinococcus spp.συνήθως δεν εκδηλώνουν κλινική εικόνα και παραμένουν ασυμπτωματικοί (Companion Animal Parasite Council 2020). Ωστόσο, αυξάνουν τον κίνδυνο πρόκλησης ζωοανθρωπονόσου, καθώς ο άνθρωπος αποτελεί ενδιάμεσο ξενιστή και τα αβγά που απεκκρίνονται με τα κόπρανα επιβιώνουν για μήνες υπό τις κατάλληλες συνθήκες στο περιβάλλον και μπορούν εύκολα να μολύνουν τον άνθρωπο και να εξελιχθούν σε υδατίδες κύστεις στο ήπαρ και τους πνεύμονες. Αν και δεν υπάρχουν ασφαλείς οδηγίες για την αδρανοποίηση των υδατίδων κύστεων στο ωμό κρέας, σε έρευνα που αξιολόγησε την καταστροφή τους με ψύξη ή θέρμανση, διαπιστώθηκε ότι η ψύξη στους -18°C για τρεις ώρες δεν ήταν αποτελεσματική (87,28%) στη θανάτωση των σκωληκοκεφαλών που βρίσκονται μέσα στις κύστεις. Αντίθετα, σε ψύξη στους -18°C για 6 και 9 ώρες η αποτελεσματικότητα ήταν υψηλή (Koutsoumanis et al. 2018, Mokhtaria & Ammar 2019).

  Τέλος άλλα σημαντικά παράσιτα, όπως είδη του γένους Trichinella και Taenia, συνήθως δεν ανευρίσκονται σε εμπορικές ωμές δίαιτες, επειδή λόγω της υποχρεωτικής Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας για την επιθεώρηση του κρέατος και την καταστροφή των μολυσμένων σφάγιων με Trichinella αυτά δεν μπαίνουν στην τροφική μας αλυσίδα (EC Regulation No 854/2004 και No 2015/1375).

  Συμπερασματικά, στις RMBD δίαιτες μπορούν να βρεθούν παθογόνοι μικροοργανισμοί που να αποτελούν κίνδυνο για την υγεία των ζώων και του ανθρώπου. Ειδικότερα, μπορούν να ανευρεθούν παράσιτα όταν χορηγείται μη σωστά καταψυγμένη ωμή διατροφή με ζωικούς ιστούς.

Βιβλιογραφία

  • Asai T, Mapleson WW, Power I (1997) Differential effects of BARF World. (2020) BARF World. http://barfworld.com/index.php.
  • Billinghurst I (1993) Give your dog a bone (self-published).
  • Coelho WMD, do Amarante AFT, Apolinário JC et al. (2011) Seroepidemiology of Toxoplasma gondii, Neospora caninum, and Leishmania spp.Infections and Risk Factors for Cats from Brazil. Parasitol Res 109, 1009-1013.
  • Companion Animal Parasite Council (2020) Echinococcus spp. capcvet.org/guidelines/echinococcus-spp.
  • Davies RH, Lawes JR, Wales AD (2019) Raw Diets for Dogs and Cats: A Review, with Particular Reference to Microbiological Hazards. J Small Anim Pract 60, 29-339.
  • Dubey JP, Hill DE, Jones JL et al. (2005) Prevalence of Viable Toxoplasma Gondii in Beef, Chicken, and Pork from Retail Meat Stores in the United States: Risk Assessment to Consumers. J Parasitol 91, 1082-1093.
  • Freeman LM, Chandler ML, Hamper BA et al. (2013) Current Knowledge about the Risks and Benefits of Raw Meat-Based Diets for Dogs and Cats. J Am Vet Med Assoc 24, 1549-1558.
  • Gestrich R, Heydorn AO (1974) Studies on the Survival Time of Sarcocystis in the Meat of Slaughter Animals. Berl Munch Tierarztl Wochensch 87, 475-476.
  • Hornok S, Mester A, Takacs N et al. (2015) Sarcocystis-Infection of Cattle in Hungary. Parasit Vectors 8, 69.
  • Jokelainen P, Simola O, Rantanen E et al. (2012) Feline Toxoplasmosis in Finland. J Vet Diagn Invest 24, 1115-1124.
  • Koutsoumanis K, Allende A, Alvarez-Ordonez A et al. (2018) Public Health Risks Associated with Food-borne Parasites. EFSA Journal, 16, 5495.
  • LeJeune JT, Hancock DD (2001) Public Health Concerns Associated with Feeding Raw Meat Diets to Dogs. J Am Vet Med Assoc 219, 1222-1225.
  • Lopes AP, Cardoso L, Rodrigues M (2008) Serological Survey of Toxoplasma gondii Infection in Domestic Cats from Northeastern Portugal. Vet Parasitol 155, 184-189.
  • Lucio-Forster A, Griffiths JK, Cama VA et al. (2010) Minimal Zoonotic Risk of Cryptosporidiosis from Pet Dogs and Cats. Trends Parasitol 26, 174-179.
  • Macpherson CN (2005) Human behaviour and the epidemiology of parasitic zoonoses. Int J Parasitol 35, 1319-1331.
  • Mirza Alizadeh A, Jazaeri S, Shemshadi B et al. (2018) A Review on Inactivation Methods of Toxoplasma gondii in Foods. Pathog Glob Health 112, 306-319.
  • Mirzaei M, Rezaei H (2016) The Role of Sheep in the Epidemiology of Sarcocystis spp.in Tabriz Area Northwest of Iran. J Parasit Dis 40, 285-288.
  • Mokhtaria K, Ammar SSM (2019) Frozen hydatid cysts can replace incineration and sterilize cysts. Open Vet J 9, 1-4.
  • Morelli G, Bastianello S, Catellani P et al. (2019) Raw Meat-Based Diets for Dogs: Survey of Owners’ Motivations, Attitudes and Practices. BMC Vet Res 15, 74.
  • Morgan SK, Willis S, Shepherd ML (2017) Survey of Owner Motivations and Veterinary Input of Owners Feeding Diets Containing Raw Animal Products. Peer J 5, e3031.
  • Pet Food Manufacturer’s Association (2017) Guidelines for the manufacture of raw pet food in the UK. https://www.pfma.org.uk/ uk-pet-food-codes-of-practice.
  • Rose JB, Slifko (1999) Giardia, Cryptosporidium, and Cyclospora and Their Impact on Foods: A Review. J Food Prot 62, 1059-1070.
  • Silva RS, Machado GP (2016) Canine Neosporosis: Perspectives on Pathogenesis and Management Vet Med 7, 59-70.
  • Strohmeyer RA, Morley PS, Hyatt DR et al. (2006) Evaluation of Bacterial and Protozoal Contamination of Commercially Available Raw Meat Diets for Dogs. J Am Vet Med Assoc 228, 537-542.
  • Stoker PPH (2013) The Relation between a Raw Meat Diet for Dogs and a Patent Infection with Sarcocystis Spp., Isospora Spp.and Neospora caninum in Dogs in the Netherlands and Belgium. https:// dspace.library.uu.nl/handle/1874/281037.
  • van Bree FPJ, Bokken GCAM, Mineur R et al. (2018) Zoonotic Bacteria and Parasites Found in Raw Meat-Based Diets for Cats and Dogs. Vet Rec 182, 50.
  • Villagra-Blanco R, Angelova L, Conze T et al. (2018) Seroprevalence of Neospora caninum-Specific Antibodies in German Breeding Bitches. Parasit Vectors 11, 96.

 

Υπεύθυνος αλληλογραφίας:
Ηλίας Παπαδόπουλος
e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Επικοινωνία

Ιατρική Ζώων Συντροφιάς

Πύργος Απόλλων
Λουΐζης Ριανκούρ 64
115 23 Αθήνα
Τηλ: 2107759727
Fax: 2107753460
iatrikizs@hcavs.gr

Χορηγός Επικοινωνίας

 
diagnovet