Ιατρική Ζώων Συντροφιάς

Επιστημονικό Περιοδικό της Ελληνικής Εταιρείας Κτηνιατρικής Ζώων Συντροφιάς (ΕΛ.Ε.Κ.Ζ.Σ.)

 

Ιατρική ζώων Συντροφιάς - Τόμος 8 - Τεύχος 2 - 2019

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική


Νικήτας Ν. Πράσινος κτηνίατρος,PhD, Μιλτιάδης Θ. Δέντσας κτηνίατρος, Ανδρονίκη Α. Κρυστάλλη κτηνίατρος

Κλινική Ζώων Συντροφιάς, Τμήμα Κτηνιατρικής, Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη

MeSH keywords:
cat, dog, orthopaedics

Περίληψη

Τα μυοσκελετικά νοσήματα στη γάτα είναι σπανιότερα σε σχέση με τον σκύλο. Παρ’ όλα αυτά, η ορθοπαιδική της γάτας αποτελεί πια ανεξάρτητη οντότητα και καταδεικνύει τη φράση «οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι». Πράγματι, ανάμεσα στα δύο είδη ζώων υπάρχουν αρκετές διαφορές (π.χ. ανατομικές, λειτουργικές), τις οποίες πρέπει να γνωρίζει ο κτηνίατρος και να τις λαμβάνει σοβαρά υπόψη προκειμένου να είναι επιτυχημένη η διαγνωστική προσέγγιση και η αντιμετώπιση των διάφορων ορθοπαιδικών προβλημάτων. Η ανεξάρτητη φύση της γάτας συχνά την οδηγεί σε επικίνδυνες καταστάσεις και για αυτόν τον λόγο τα περισσότερα ορθοπαιδικά προβλήματά της είναι τραυματικής αιτιολογίας. Η ορθοπαιδική εξέτασή της είναι δυσκολότερη σε σχέση με του σκύλου και για αυτό πολλές φορές η διάγνωση των ορθοπαιδικών προβλημάτων της αποτελεί πρόκληση. Τέλος, υπάρχει η τάση πολλά από τα ορθοπαιδικά προβλήματα της γάτας να αντιμετωπίζονται συντηρητικά, ωστόσο, η θεραπεία πρέπει κάθε φορά να εξατομικεύεται.

Εισαγωγή

Οι Ness et al. (1996) αναφέρουν ότι στη Μεγάλη Βρετανία, τα μυοσκελετικά νοσήματα στη γάτα είναι αρκετά πιο σπάνια σε σχέση με τον σκύλο, με εξαίρεση τα αποστήματα από δήγματα άλλων γατών, γεγονός το οποίο θεωρούμε ότι ισχύει και για τη χώρα μας. Όμως, ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των κατοικίδιων γατών, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής τους και των απαιτήσεων των ιδιοκτητών τους για καλύτερη κτηνιατρική φροντίδα, έχει συμβάλλει ώστε να γίνει η ορθοπαιδική της γάτας μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη οντότητα της ορθοπαιδικής των ζώων συντροφιάς, η οποία περιγράφεται πολύ εύστοχα με τη φράση «οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι» (Scott & McLaughlin 2007a). Αποτελεί, πλέον, γενική παραδοχή ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο ειδών, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη όταν διερευνώνται και αντιμετωπίζονται ορθοπαιδικά προβλήματά τους.

  Υπάρχει η αντίληψη ότι οι γάτες είναι καλοί ορθοπαιδικοί ασθενείς λόγω του μικρού μεγέθους τους, της μη απαιτητικής ζωής τους και της ικανότητάς τους να ανακατανέμουν το σωματικό βάρος τους για να προστατέψουν το τραυματισμένο άκρο τους (Emery & Murakami 1967). Είναι συνήθης πλάνη ότι η αντιμετώπιση των καταγμάτων στη γάτα είναι απλή και ότι η πώρωσή τους επέρχεται χωρίς επιπλοκές (Richardson & Thacher 1993). Μάλιστα, στην κτηνιατρική βιβλιογραφία έχει αναφερθεί ότι για να συνενωθούν τα καταγματικά άκρα της γάτας, αρκεί να τοποθετηθούν μαζί στο ίδιο δωμάτιο (Toombs et al., 1985). Όμως, τα παραπάνω δεν αποδεικνύονται κλινικά ή πειραματικά, αντίθετα οι γάτες υπόκεινται στις ίδιες επιπλοκές των καταγμάτων με τον σκύλο (Schrader 1994). Ίσως, τελικά, η αντίληψη ότι η ορθοπαιδική της γάτας είναι απλή, να οφείλεται στην ικανότητα της γάτας να αντισταθμίζει ικανοποιητικά τις λειτουργικές διαταραχές της (Scott & McLaughlin 2007a).

  Το εμφανές μειονέκτημα του μικρού μεγέθους της γάτας είναι η δυσκολία του χειρουργού να εντοπίσει και να χειριστεί τα μικρά οστά της και τα καταγματικά άκρα (Hill 1977). Ιδιαίτερα τα οστάρια του περιφερικού τμήματος των άκρων δεν είναι εύκολο να απεικονιστούν με ακρίβεια στις ακτινογραφίες, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολη η διάγνωση, ο χειρισμός και η χειρουργική αποκατάστασή τους. Συνεπώς, στην ορθοπαιδική της γάτας απαιτούνται κατάλληλα μικρά χειρουργικά εργαλεία και ορθοπαιδικά αναλώσιμα (Scott & McLaughlin 2007a).

Διαφορές γάτας και σκύλου με ορθοπαιδικό ενδιαφέρον

Η ανεξάρτητη φύση και η περιέργεια που χαρακτηρίζει τις γάτες, συχνά τις οδηγεί σε επικίνδυνες καταστάσεις. Τροχαία ατυχήματα, πτώσεις από ύψος ή τραύματα από δήγματα συναντώνται συχνά στην κλινική πράξη και μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές και πολλαπλές κακώσεις στο μυοσκελετικό σύστημα και στους μαλακούς ιστούς. Έτσι, τα περισσότερα ορθοπαιδικά προβλήματα στη γάτα είναι τραυματικής αιτιολογίας και συνήθως αφορούν στα οπίσθια άκρα, συμπεριλαμβανομένων της πυέλου και του ιερού οστού (Voss & Steffen 2009).

  Οι γάτες συχνά προσκομίζονται με το λιτό ιστορικό ότι χάθηκαν για μερικές ημέρες και επέστρεψαν με μειωμένη κινητική δραστηριότητα ή/και διαταραχές της συμπεριφοράς, εκδηλώσεις οι οποίες συνήθως δεν αξιολογούνται από τους ιδιοκτήτες ως ένδειξη πόνου. Η λήψη ενός καλού ιστορικού θα πρέπει να αποσκοπεί στην επιβεβαίωση της πιθανότητας να έχει συμβεί κάποιος τραυματισμός, στον προσδιορισμό του χρόνου που έχει μεσολαβήσει και στον εντοπισμό των συστημάτων που πιθανώς πάσχουν (Schaer 1994).

  Οι γάτες με ορθοπαιδικά προβλήματα μπορούν εύκολα να αποκρύπτουν ήπιες έως μέτριες μυοσκελετικές διαταραχές, ενώ εκδηλώνουν χωλότητα σπανιότερα απ’ ότι οι σκύλοι. Συνεπώς, πολλές φορές η διάγνωση των ορθοπαιδικών προβλημάτων της γάτας αποτελεί πρόκληση, λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της (Martin 1994).

  Κατά την oρθοπαιδική εξέταση της γάτας, τα σημαντικότερα προβλήματα είναι η απροθυμία της να περπατήσει μέσα στο εξεταστήριο και η πιθανή δυσκολία συγκράτησής της. Σε αντίθεση με τον σκύλο, στις γάτες δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο οδηγός-λουρί για την επισκόπηση της βάδισης τους και συχνά αρνούνται να μετακινηθούν ελεύθερες όταν βρεθούν σε ένα ξένο περιβάλλον (Schaer 1994).

  Για να ξεπεραστούν οι παραπάνω δυσκολίες, η γάτα μπορεί να αφεθεί ελεύθερη μέσα στο εξεταστήριο και ο εξεταστής να την παρατηρεί από ένα εξωτερικό παράθυρο. Προσοχή, όμως, να μην υπάρχουν σημεία που μπορεί να κρυφτεί ή να διαφύγει. Επίσης, μπορεί να ζητηθεί από τον ιδιοκτήτη να προσκομίσει υλικό από προηγούμενη βιντεοσκόπησή της στο σπίτι (Voss & Steffen 2009). Στη γάτα, όπως και στον σκύλο, κατά τη βάδιση τα πρόσθια άκρα δέχονται μεγαλύτερα φορτία σε σχέση με τα οπίσθια άκρα, όμως το ποσοστό του βάρους που δέχονται τα οπίσθια άκρα της γάτας είναι μεγαλύτερο σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του σκύλου (Conzemius et al., 2003).

  Αν και συνήθως είναι εφικτό να παρατηρηθούν μερικά βήματα της γάτας, η γενικότερη εκτίμηση της χωλότητάς της είναι δύσκολη. Γάτες με μικρού βαθμού χωλότητα στα πρόσθια άκρα, μερικές φορές εμφανίζονται να περπατάνε φυσιολογικά, αλλά δεν φορτίζουν το πάσχον άκρο όταν κάθονται. Γάτες με αμφοτερόπλευρα ορθοπαιδικά προβλήματα μπορεί να μην εκδηλώνουν εμφανή χωλότητα, αλλά είναι γενικότερα νωθρές και απρόθυμες να κάνουν άλματα, στέκονται ή κάθονται με ανώμαλη στάση σώματος, ή περπατάνε με κυρτωμένη ράχη (Voss & Steffen 2009). Οι αμφοτερόπλευρες παθήσεις (π.χ. εξάρθρημα επιγονατίδας, ρήξη πρόσθιου χιαστού συνδέσμου, δυσπλασία ισχίων, οστεοαρθρίτιδα ισχίων) συνήθως συναντώνται στα οπίσθια άκρα και μπορούν εύκολα να παρερμηνευθούν ως νευρολογικές διαταραχές (Glass & Kent 2002). Ορθοπαιδικά προβλήματα σε περισσότερα από ένα άκρα, ασταθή κατάγματα πυέλου ή/και κατάγματα και εξαρθρήματα σπονδυλικής στήλης θα πρέπει να συμπεριληφθούν στη λίστα της διαφορικής διάγνωσης σε περίπτωση που μια γάτα αδυνατεί να σηκωθεί και να περπατήσει μετά τον τραυματισμό (Oliver et al., 1997). Στον Πίνακα 1 προτείνεται ένα σύστημα διαβάθμισης της χωλότητας στις γάτες (Scott & McLaughlin 2007a).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

  Όπως προαναφέρθηκε, οι τραυματισμοί αποτελούν το συχνότερο αίτιο στη διαφορική διάγνωση της χωλότητας, λόγω της έμφυτης τάσης της γάτας για εξερεύνηση, αλλά το γεγονός αυτό δεν πρέπει να οδηγεί στην υπέρμετρη απόδοση της χωλότητας σε αυτή (Glass & Kent 2002). Πολλές από τις καταστάσεις που προκαλούν χωλότητα είναι ίδιες στα δύο είδη ζώων, αλλά η σημασία τους μπορεί να διαφέρει. Επίσης, υπάρχουν αιτίες χωλότητας που σπάνια ή ποτέ δεν συναντώνται στον σκύλο, όπως η α-μαννοσίδωση (Hubler et al., 1997). Σε σύγκριση με τον σκύλο, τα ορθοπαιδικά νοσήματα ανάπτυξης είναι πολύ πιο σπάνια στη γάτα. Συγκεκριμένα νοσήματα τα οποία εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα στον σκύλο, όπως η δυσπλασία του αγκώνα και η ασηπτική νέκρωση της κεφαλής του μηριαίου, δεν έχουν αναφερθεί στη γάτα, αλλά ακόμα και αυτά που συναντώνται, όπως η δυσπλασία των ισχίων και το εξάρθρημα της επιγονατίδας, ενδέχεται να έχουν διαφορετική κλινική σημασία (Scott & McLaughlin 2007a).

  Επίσης, η προδιάθεση της φυλής είναι λιγότερο σημαντική στη γάτα σε σχέση με τον σκύλο, πιθανώς λόγω του γεγονότος ότι οι καθαρόαιμες γάτες είναι λιγότερες και δεν διαφέρουν πολύ από τις ημίαιμες. Με εξαίρεση κάποιες συγγενείς και κληρονομικές παθήσεις, υπάρχουν ελάχιστα νοσήματα που συνήθως συναντώνται συχνότερα σε συγκεκριμένες φυλές, όπως η δυσπλασία του ισχίου στη φυλή Maine coon (Scott & McLaughlin 2007b). Στον Πίνακα 2 παρουσιάζονται οι συχνότερες μυοσκελετικής αιτιολογίας χωλότητες στη γάτα (Scott & McLaughlin 2007a).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

  Η επιθετικότητα της γάτας κατά την εξέτασή της, συνήθως προκαλείται από τον φόβο, το αίσθημα παγίδευσης και από τον πόνο κατά τους χειρισμούς. Ο φόβος μπορεί να μειωθεί εξασφαλίζοντας ένα ήρεμο περιβάλλον, αποφεύγοντας απότομες κινήσεις και χειρισμούς και χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν λιγότερους τρόπους συγκράτησης (Beaver 2004). Οι περισσότερες γάτες αποδεικνύονται συνεργάσιμες αν αντιμετωπιστούν με υπομονή και σεβασμό στην ιδιαίτερη φύση τους (Voss & Steffen 2009).

  Η εκτίμηση του πόνου στη γάτα είναι δύσκολη επειδή τα εμφανή σημεία μπορεί να είναι ηπιότατα (Voss & Steffen 2009). Οι γάτες που πονούν τυπικά έχουν μειωμένη δραστηριότητα, κάθονται στο βάθος του κλουβιού και αποφεύγουν την επαφή με τον άνθρωπο. Τείνουν να δυσανασχετούν ή αποφεύγουν τους χειρισμούς και μπορεί να δείξουν σημεία επιθετικότητας (Beaver 2004). Επίσης, η ανορεξία και η απώλεια σωματικού βάρους αποτελούν ενδείξεις πόνου ή αδυναμίας της γάτας να προσεγγίσει την τροφή της, ειδικά εάν αυτή έχει τοποθετηθεί ψηλά. Ομοίως, αν η γάτα δεν μπορεί να προσεγγίσει το δοχείο με την άμμο υγιεινής, ουρεί και αφοδεύει σε διάφορα σημεία του σπιτιού (Martin 1994). Συχνά παρατηρείται απροθυμία για μετακίνηση, παιχνίδι και εκτέλεση αλμάτων, καθώς επίσης, απροθυμία και για την περιποίηση του τριχώματός της. Πολλές φορές, κυρίως νεαρές γάτες, περιφέρονται στο κλουβί επιθετικά και ορμούν στα τοιχώματά του (Voss & Steffen 2009). Όσον αφορά στην απεικονιστική διερεύνηση, επειδή τα οστά της γάτας είναι μικρά και οι αλλοιώσεις είναι συχνά ήπιες, απαιτούνται καλής ποιότητας ακτινογραφήματα (Farrow et al., 1994). Ειδικότερα για το περιφερικό τμήμα των άκρων προτιμώνται τα φιλμ μαστογραφίας (Waibl 2004).

Σκελετικές διαφορές γάτας και σκύλου

Η γνώση της ανατομίας και της φυσιολογίας του μυοσκελετικού συστήματος της γάτας είναι πρωταρχικής σημασίας για τον χειρουργό, καθώς υπάρχουν αρκετές μικρές και ορισμένες μεγάλες διαφορές σε σχέση με τον σκύλο (Scott & McLaughlin 2007a).

  Η ανατομία του μυοσκελετικού συστήματος της γάτας αντανακλά κυρίως το μέγεθος, την κινητικότητα και τη διατροφή της (Conzemius et al., 2003). Ειδικότερα, το μυοσκελετικό σύστημά της είναι πιο ευλύγιστο, οι σκελετικοί μύες έχουν περισσότερο σχήμα ταινίας και ο ενδιάμεσος συνδετικός ιστός είναι πιο χαλαρός. Οι γάτες είναι σχετικά μικρότερες σε μέγεθος και έχουν μεγαλύτερη σχέση επιφάνειας σώματος προς σωματικό βάρος σε σχέση με τον σκύλο, με αποτέλεσμα ο σκελετός τους να είναι ελαφρύτερος. Τα μακρά οστά της γάτας έχουν μεγαλύτερο μυελικό αυλό και λεπτότερο φλοιό και τα πλατέα οστά έχουν μόλις λίγα χιλιοστά πάχος, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην πρόκληση ρωγμώδους ή πλήρους κατάγματος κατά τους χειρισμούς τους για τη διενέργεια οστεοσύνθεσης (Ness et al., 1996). Επίσης, τα μακρά οστά της γάτας, σε σχέση με του σκύλου, είναι σχετικά ευθέα και σωληνοειδή και έχουν ίδιας διαμέτρου μυελικό αυλό σε όλο το μήκος τους, γεγονός που καθιστά αποτελεσματικότερη την ενδομυελική ήλωση (Scott 2005) και την τοποθέτηση δακτυλιοειδούς μεταλλικού ράμματος στις μεταφύσεις τους.

  Σε αντίθεση με τον σκύλο, οι σκελετικές διαφορές μεταξύ των φυλών στη γάτα είναι σχετικά ελάχιστες και συνεπώς είναι ευκολότερο να διαμορφωθούν χειρουργικές τεχνικές, εργαλεία και υλικά που δεν διαφέρουν μεταξύ τους (Scott & McLaughlin 2007a).

  Αν συγκρίνουμε τις επιφυσιακές γραμμές ανάμεσα στα δύο είδη, αυτές της γάτας είναι απλές και επίπεδες στο σύνολό τους. Όπως στον σκύλο, έτσι και στη γάτα, ο χρόνος σύγκλεισης των επιφυσιακών γραμμών είναι εξατομικευμένος και δεν υπάρχει συγκεκριμένη ακολουθία σύγκλεισης, ωστόσο οι επιφυσιακές γραμμές μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες σε σχέση με τον χρόνο σύγκλεισής τους, όπως φαίνεται στον Πίνακα 3 (Smith 1969). Οι επιφυσιακές γραμμές που κλείνουν τελευταίες είναι οι πιο επιρρεπείς σε καθυστερημένη σύγκλειση και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να παρατηρηθούν κατάλοιπα χόνδρου σε ζώα ηλικίας μεγαλύτερης των δύο ετών. Παρ’ όλα αυτά, σε αντίθεση με τον σκύλο, η γωνιώδης παραμόρφωση των άκρων είναι σπάνια στη γάτα, κυρίως λόγω του μικρότερου αναστήματός της και της γενικά μειωμένης δυνατότητας ανάπτυξής της.

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική.

  Το εύρος των κινήσεων των διάφορων αρθρώσεων της γάτας διαφέρει από αυτό του σκύλου και συνεπώς κατά τον κλινικό έλεγχο της κινητικότητάς τους, καθώς και σε περίπτωση αρθρόδεσης θα πρέπει να συμβουλευόμαστε τον Πίνακα 4 (Scott & McLaughlin 2007a).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

i) Πρόσθια άκρα

Η ωμοπλάτη της γάτας σε σχέση με του σκύλου είναι ευρύτερη και βραχύτερη (Scott & McLaughlin 2007a) και έχει διογκωμένο ακρώμιο με δύο αποφύσεις, την αγκιστροειδή και την υπεραγκιστροειδή (μετακρώμιο), ενώ στο πρόσθιο χείλος της ωμογλήνης υπάρχει η έντονα επιμηκυσμένη κορακοειδής απόφυση (Εικόνα 1). Η παρουσία των αποφύσεων αυτών θα πρέπει να είναι γνωστή στον χειρουργό κατά την προσπέλαση του περιφερικού τμήματος της ωμοπλάτης, τόσο κατά την ανύψωση του υπακάνθιου μυός από την ωμοπλατιαία άκανθα, όσο και για την αποφυγή πρόκλησης κατάγματος της κορακοειδούς απόφυσης (Johnson 2014a).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

Εικόνα 1. Πλάγια (Α) και κοιλιακή (Β) απεικόνιση της ωμοπλάτης γάτας (τροποποιημένη από Scott & McLaughlin [2007a]). i: υπεργλήνιο φύμα, ii: κορακοειδής απόφυση, iii: κλείδα, iv: αγκιστροειδής απόφυση, v: μετακρώμιο, vi: κορακοειδής απόφυση, vii: υπεργλήνιο φύμα, viii: αγκιστροειδής απόφυση, ix: μετακρώμιο

  Η γάτα παρουσιάζει μεγαλύτερη κινητικότητα στις ωμοβραχιόνιες αρθρώσεις, σε σχέση με τον σκύλο, γεγονός που δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως παθολογικό κατά την ορθοπαιδική εξέταση (Scott & McLaughlin 2007a).

  Προσθίως της ωμοβραχιόνιας άρθρωσης της γάτας απεικονίζεται πάντα ακτινολογικά η, χωρίς κλινική αξία, κλείδα, η οποία όμως δεν πρέπει να συγχέεται με κάταγμα της ωμοπλάτης (Εικόνα 2). Αντίθετα, η παρουσία της στον σκύλο δεν είναι σταθερή και συνήθως απουσιάζει (Scott & McLaughlin 2007a).

v8i2 differences orthopaedics img2

Εικόνα 2. Πλάγιο ακτινογράφημα του ώμου γάτας, όπου φαίνεται η κλείδα (βέλος) (προσωπικό αρχείο ΝΠ).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

Εικόνα 3. Α. Πλάγια και προσθιοπίσθια απεικόνιση του αγκώνα γάτας. Το μέσο νεύρο και η βραχιόνια αρτηρία διέρχονται μέσω του υπερπαρατροχίλιου τρήματος με κατεύθυνση από πίσω προς τα εμπρός (τροποποιημένη από Voss & Steffen [2009]). i: μέσο νεύρο, ii: βραχιόνια αρτηρία. Β. Προσθιοπίσθιο ακτινογράφημα της άρθρωσης του αγκώνα γάτας, όπου είναι ορατό το υπερπαρατροχίλιο τρήμα στην έσω πλευρά του περιφερικού βραχιονίου (βέλος) (προσωπικό αρχείο ΝΠ).

  Στο κάτω άκρο του βραχιονίου οστού της γάτας εντοπίζεται το υπερπαρατροχίλιο τρήμα, αμέσως κεντρικά του έσω επικονδύλου, διαμέσου του οποίου περνάει το μέσο νεύρο και η βραχιόνια αρτηρία (Εικόνες 3Α και 3Β). Τα ανατομικά αυτά στοιχεία χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής στη χειρουργική προσπέλαση και την οστεοσύνθεση του κάτω άκρου του βραχιονίου (Johnson 2014b). Επίσης, σε υπερκονδύλια κατάγματα του βραχιονίου, τα παραπάνω ανατομικά στοιχεία μπορεί να εγκλωβιστούν μεταξύ των καταγματικών τεμαχίων και σε αυτή την περίπτωση απαιτείται η εκτομή του έσω τοιχώματος του τρήματος. Τέλος, η ενδομυελική ήλωση του βραχιονίου καθίσταται προβληματική λόγω της παρουσίας του υπερπαρατροχίλιου τρήματος, καθώς κατά την προώθηση του ήλου προς το περιφερικό τμήμα του βραχιονίου, αυτός μπορεί να διέλθει διαμέσου αυτού και να προκαλέσει κάκωση στο νεύρο και την αρτηρία. Για την αποτροπή της κάκωσης, το περιφερικό άκρο του ήλου προωθείται έως 7-9 mm κεντρικότερα του έσω επικονδύλου (Εικόνα 4Α) ή εναλλακτικά, εφόσον δεν εξασφαλίζει ικανοποιητική σταθερότητα του κατάγματος λόγω του μήκους του, χρησιμοποιείται ήλος διαμέτρου μικρότερης από 1,6 mm, ο οποίος διέρχεται εσωτερικά του τρήματος και ενσφηνώνεται στον έσω κόνδυλο του βραχιονίου (Schrader 1994) (Εικόνα 4Β).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

Εικόνα 4. Α. Ένας βραχύς, μεγάλου διαμετρήματος ενδομυελικός ήλος προωθείται έως λίγα χιλιοστά κεντρικότερα του υπερπαρατροχίλιου τρήματος στην περιφερική διάφυση του βραχιόνιου της γάτας. Β. Ένας μακρύτερος, μικρότερης διαμέτρου ενδομυελικός ήλος προωθείται μέχρι τον έσω κόνδυλο του βραχιόνιου της γάτας διερχόμενος εσωτερικά του υπερπαρατροχίλιου τρήματος (τροποποιημένη από Langley-Hobbs [2018]).

  Το ωλένιο νεύρο στη γάτα εντοπίζεται κάτω από το βραχύ τμήμα της έσω κεφαλής του τρικέφαλου βραχιονίου μυός (Εικόνα 5). Ο μυς αυτός βρίσκεται οπισθίως της έσω πλευράς του βραχιονίου κονδύλου, όπου και εισέρχεται στη έσω πλευρά της απόφυσης του ωλεκράνου. Απαιτείται προσοχή για να αποφευχθεί κάκωση του νεύρου κατά την ανύψωση του μυός για την αποκάλυψη της εστίας του κατάγματος (Johnson 2014b).

  Στη γάτα, το ευθύ σχήμα του βραχιονίου οστού στο περιφερικό του τμήμα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο ωλεκρανικός βόθρος δεν διαπερνάται από το υπερτροχίλιο τρήμα, έχει ως αποτέλεσμα τη σπανιότερη πρόκληση καταγμάτων στην περιοχή αυτή σε σχέση με τον σκύλο (Scott & McLaughlin 2007a).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

Εικόνα 5. Απεικόνιση της έσω πλευράς του αγκώνα της γάτας, όπου φαίνεται η πορεία του ωλένιου νεύρου (τροποποιημένη από Scott & McLaughlin [2007a]). i: βραχιόνια αρτηρία, ii: μέσο νεύρο, iii: υπερπαρατροχίλιο τρήμα, iv: ωλένιο νεύρο, v:τρικέφαλος βραχιόνιος μυς, βραχύ τμήμα της έσω κεφαλής.

  Στο 40% των γατών υπάρχει φυσιολογικά ένα σησαμοειδές οστό στον εκφυτικό τένοντα του βραχέος υπτιαστή μυός. Ακτινολογικά είναι ορατό, σε έσω πλάγια ακτινογραφήματα της άρθρωσης του αγκώνα, στην πρόσθια-έξω πλευρά της κεφαλής της κερκίδας (Εικόνα 6) και δεν πρέπει να συγχέεται με οστεόφυτο ή κάταγμα δίκην φλοίδας (Wood et al., 1995).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

Εικόνα 6. Πλάγιο ακτινογράφημα του αγκώνα γάτας, όπου φαίνεται το σησαμοειδές του εκφυτικού τένοντα του βραχέος υπτιαστή μυός (βέλος) (τροποποιημένο από Thrall [2016]).

  Επειδή, σε σχέση με τον σκύλο, υπάρχει μεγαλύτερη κινητικότητα μεταξύ των δύο οστών του αντιβραχίου, η αντιμετώπιση των καταγμάτων του με οστεοσύνθεση μόνο του ενός οστού, πιθανώς να οδηγήσει σε ανεπαρκή σταθεροποίηση του άλλου (Schrader 1994). Ενδέχεται να καταστεί απαραίτητη η οστεοσύνθεση των καταγμάτων και των δύο οστών, ιδιαίτερα αν το ένα ή και τα δύο κατάγματα είναι συντριπτικά (Scott & McLaughlin 2007a). Ωστόσο, θα πρέπει να αποφεύγεται η οστεοσύνθεση του ενός οστού πάνω στο άλλο, διότι ο μεγάλου βαθμού πρηνισμός και υπτιασμός (45-55°), που επιτρέπει η ανατομία του αντιβραχίου της γάτας, αποτελεί μέρος της φυσιολογικής λειτουργίας του πρόσθιου άκρου και, συνεπώς, είναι σημαντικό να διασφαλίζεται η κινητικότητα μεταξύ κερκίδας και ωλένης όταν γίνεται οστεοσύνθεση του αντιβραχίου (Schrader 1994). Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η ωλένη παίζει σημαντικότερο ρόλο στη γάτα από ό,τι στον σκύλο (Scott & McLaughlin 2007a).

  Στη γάτα, η κάτω επιφυσιακή γραμμή της ωλένης είναι επίπεδη (Εικόνα 7Α), γεγονός που συμβάλλει σε μειωμένης συχνότητας μετατραυματική πρώιμη σύγκλεισή της και παραμόρφωση της γραμμής του αντιβραχίου. Αντίθετα, στον σκύλο, επειδή έχει σχήμα «V» (Εικόνα 7Β), αυξάνει την επιφάνεια του συζευκτικού χόνδρου, με αποτέλεσμα τη μεγαλύτερη συμβολή του στην κατά μήκος αύξηση της ωλένης, αλλά παράλληλα αυξάνει και τη συχνότητα συμπιεστικών κακώσεων στη στοιβάδα των βλαστικών κυττάρων του συζευκτικού χόνδρου (Scott & McLaughlin 2007a).

Οι γάτες δεν είναι μικρόσωμοι σκύλοι, ούτε στην ορθοπαιδική

Εικόνα 7. Προσθιοπίσθιο ακτινογράφημα του περιφερικού αντιβραχίου γάτας (Α) και σκύλου (Β) (προσωπικό αρχείο ΝΠ).

ii) Οπίσθια άκρα

Σε αντίθεση με τον σκύλο, ο στρογγύλος σύνδεσμος παρέχει σημαντικό μέρος της αιμάτωσης της κεφαλής του μηριαίου οστού της γάτας (Culvenor et al., 1996). Αυτό ίσως ερμηνεύει το γεγονός ότι η ασηπτική νέκρωση της κεφαλής του μηριαίου δεν έχει παρατηρηθεί στη γάτα. Επίσης, η αιμάτωση της κεφαλής μέσω του στρογγύλου συνδέσμου την προστατεύει από πιθανή νέκρωση σε περίπτωση επιφυσιόλυσής της, με αποτέλεσμα η οστεοσύνθεσή της να έχει καλή πρόγνωση ακόμη και όταν διενεργηθεί καθυστερημένα (Scott & McLaughlin 2007a).

  Οι μύες γύρω από το ισχίο παρουσιάζουν ορισμένες διαφορές μεταξύ του σκύλου και της γάτας, οι οποίες πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την προσπέλαση του ισχίου. Ο τείνων την πλατεία περιτονία και ο έξω πλατύς μυς είναι ευρύτεροι στη γάτα. Όταν διενεργείται η προσθιοπλάγια προσπέλαση του ισχίου (Johnson 2014c), τεχνική η οποία χρησιμοποιείται συχνότερα στη γάτα, απαιτείται μεγαλύτερη τομή μέσω της έκφυσης του τείνοντα την πλατεία περιτονία μυός σε σχέση με τον σκύλο (Ablin & Gambardella 1991). Επίσης, στη γάτα, οι γλουτιαίοι μύες είναι μεγαλύτεροι και κάνουν την προσπέλαση του ισχίου ακόμη δυσκολότερη (Johnson 2014c). Τέλος, ο έξω πλατύς μυς χρειάζεται μεγαλύτερη υποπεριοστική ανύψωση για να επιτευχθεί επαρκής έκθεση του αυχένα του μηριαίου οστού (Ablin & Gambardella 1991). Ο ραπτικός μυς, ο οποίος συναντάται σε εξωτερική προσπέλαση του μηριαίου (Johnson 2014c), είναι μονός στη γάτα, ενώ στον σκύλο έχει πρόσθια και οπίσθια γαστέρα. Ακόμη, ο ισχιοϊερός σύνδεσμος απουσιάζει στη γάτα (Scott & McLaughlin 2007a).

  Οι κύριες περιοχές φόρτισης της κοτύλης της γάτας είναι το κεντρικό και το οπίσθιο τριτημόριό της, σε αντίθεση με τον σκύλο που είναι το πρόσθιο. Αυτό έχει μεγάλη σημασία για τη θεραπεία των καταγμάτων της κοτύλης στη γάτα, για τα οποία θα πρέπει να αναθεωρηθεί η αντίληψη ότι τα κατάγματα του οπίσθιου τμήματός της μπορούν να αντιμετωπιστούν και συντηρητικά (Beck at al., 2005).

  Στις γάτες υπάρχει διάφορου βαθμού ασβεστοποίηση του σησαμοειδούς οστού της έσω κεφαλής του γαστροκνημίου μυός και του ιγνυακού μυός (McCarthy & Wood 1989, Arnbjerg & Heje 1993). Έτσι, εφόσον τα σησαμοειδή αυτά οστά είναι μη ασβεστοποιημένα, τα σησαμοειδή αυτά δεν φαίνονται στα ακτινογραφήματα (Scott & McLaughlin 2007a). Είναι αξιοσημείωτο ότι στη γάτα ο πρόσθιος χιαστός σύνδεσμος είναι ογκωδέστερος από τον οπίσθιο, γεγονός που εικάζεται ότι αποτελεί έναν από τους παράγοντες που συμβάλλουν στη σχετικά μειωμένη συχνότητα ρήξης του (Scavelli 1987, Umphlet 1993).

  Τέλος, καθένας από τους δύο πλάγιους συνδέσμους της κνημοταρσικής άρθρωσης αποτελείται από δύο βραχείς συνδέσμους, δηλαδή δεν υπάρχει μακρά μοίρα όπως στον σκύλο. Αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν γίνεται αντικατάστασή τους με τεχνητό σύνδεσμο (Scott & McLaughlin 2007a).

iii) Σπονδυλική στήλη

Στη γάτα, η σπονδυλική στήλη παρουσιάζει μεγαλύτερη κινητικότητα σε σχέση με τον σκύλο, γεγονός που δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως παθολογικό κατά την ορθοπαιδική εξέταση.

  Ο ωχρός σύνδεσμος, ο οποίος στον σκύλο εκτείνεται από την ακανθώδη απόφυση του άξονα μέχρι την κορυφή της ακανθώδους απόφυσης του πρώτου θωρακικού σπονδύλου, απουσιάζει στη γάτα. Ο χειρουργός πρέπει να το γνωρίζει αυτό όταν πραγματοποιεί ραχιαία προσπέλαση στην αυχενική μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Επίσης, στην απουσία της συνδεσμικής υποστήριξης οφείλεται η τάση για κάμψη του αυχένα σε νευρομυϊκές διαταραχές της γάτας.

  Η σπονδυλική στήλη της γάτας είναι πιο εύκαμπτη, γεγονός που μερικώς οφείλεται στο ότι οι μεσοσπονδύλιοι δίσκοι καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μέρος του μήκους της στη γάτα παρά στον σκύλο (20% έναντι 15-17%). Αν και οι μεσοσπονδύλιοι δίσκοι της γάτας παρουσιάζουν την ίδια τάση για εκφύλιση, όπως των μη χονδροδυστροφικών φυλών σκύλων, οι προσβεβλημένες γάτες είναι συνήθως ασυμπτωματικές (Scott & McLaughlin 2007a). Σε σχέση με τον σκύλο, ο νωτιαίος μυελός της γάτας καταλήγει περιφερικότερα εντός της σπονδυλικής στήλης και το σημείο αυτό κυμαίνεται μεταξύ των σπονδύλων Ο7-Ι3. Υπάρχει μικρή ποικιλομορφία ανάμεσα στα άτομα και τις φυλές, αλλά συνήθως ο Ο7 είναι το όριο για τις ενήλικες γάτες και ο Ι3 για τα νεαρά γατάκια (Kot et al., 1994, Dyce at al., 2002). Σε αντίθεση με τον σκύλο, στη γάτα υπάρχει μια σχετικά ακριβής αντιστοιχία μεταξύ των νευροτομίων και των σπονδύλων και συνεπώς μια εντοπισμένη αλλοίωση τείνει να επηρεάσει μικρότερο αριθμό νευροτομίων.

  Τέλος, στη γάτα οι οσφυϊκοί σπόνδυλοι είναι μακρύτεροι και λεπτότεροι σε σχέση με τον σκύλο (Scott & McLaughlin 2007a).

Επίλογος

Ιστορικά υπάρχει η τάση πολλά από τα ορθοπαιδικά προβλήματα της γάτας να αντιμετωπίζονται συντηρητικά, ενώ τα αντίστοιχα του σκύλου χειρουργικά (Ness at al., 1996). Αν και κάποιες φορές η συντηρητική θεραπεία μπορεί να είναι κατάλληλη, η θεραπεία πρέπει κάθε φορά να εξατομικεύεται. Ο σκοπός του ορθοπαιδικού της γάτας θα πρέπει να είναι η επιστροφή του ζώου στη βέλτιστη λειτουργικότητα, όσο το δυνατό συντομότερα, χρησιμοποιώντας τα απλούστερα διαθέσιμα μέσα (Scott & McLaughlin 2007a).

  Ο κτηνίατρος πρέπει να γνωρίζει τις παραπάνω διαφορές ανάμεσα στον σκύλο και τη γάτα και να τις λαμβάνει σοβαρά υπόψη προκειμένου να είναι επιτυχημένη η διαγνωστική προσέγγιση και η αντιμετώπιση των διάφορων ορθοπαιδικών προβλημάτων (Voss & Steffen 2009).

  Είναι πρωταρχικής σημασίας να κατανοήσουμε ότι η γάτα και ο σκύλος, παρόλο που έχουν αρκετά κοινά σημεία, διαφέρουν σε πάρα πολλούς τομείς και ότι οι γάτες δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μικρόσωμοι σκύλοι, γεγονός που αποτελεί ένα από τα συχνότερα λάθη στη κτηνιατρική πράξη, όχι μόνο στην ορθοπαιδική αλλά και στις άλλες ειδικότητές της.

Σύγκρουση συμφερόντων
Οι συγγραφείς δηλώνουν ότι δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων.

Βιβλιογραφία

  • Ablin LW, Gambardella PC (1991) Orthopaedics of the feline hip. Compend Contin Educ Pract Vet 13, 592–598.
  • Arnbjerg J, Heje NI (1993) Fabellae and popliteal sesamoid bones in cats. J Small Anim Pract 34, 95–98.
  • Beaver BV (2004) Fractious cats and feline aggression. J Feline Med Surg 6, 13–18.
  • Beck AL, Pead MJ, Draper E (2005) Regional load bearing of the feline acetabulum. J Biomech 38, 427–432.
  • Conzemius MG, Horsemen CL, Gordon W, Evans R (2003) Non-invasive, objective determination of limb function in cats using pressure platform gait analysis. Abstract Thirteenth ACVS Symposium, Washington DC. Vet Surg 32, 483–484.
  • Culvenor JA, Black AP, Lorkin KF, Bradley WA (1996) Repair of femoral capital physeal injuries in cats – 14 cases. Vet Comp Orthop Traumatol 9, 182–185.
  • Dyce KM, Sack WO, Wensing CJG (2002) The Neck, Back, and Vertebral Column of the Dog and Cat. In: Textbook of Veterinary Anatomy. 3rd edn. WB Saunders, Philadelphia, pp. 393–402.
  • Emery MA, Murakami H (1967) The features of fracture healing in cats after immediate and delayed open reduction. J Bone Joint Surg 49B, 571–579.
  • Farrow CS, Green R, Shively M (1994) Cat forelimb. In: Radiology of the cat. Mosby-Year Βook, St. Louis, pp. 123-169.
  • Glass EN, Kent M (2002) The clinical examination for neuromuscular disease. Vet Clin North Am Small Anim Pract 32, 1–29.
  • Hill FWG (1977) A survey of bone fractures in the cat. J Small Anim Pract 18, 457–463.
  • Hubler M, Arnold S, Langley-Hobbs SJ (2009) Hereditary and congenital musculoskeletal diseases. In: P. M. Montavon, K. Voss, S. J. Langley-Hobbs. Feline Orthopedic Surgery and Musculoskeletal Disease. Saunders Elsevier, Philadelphia, pp. 21-53.
  • Johnson KA (2014a) The Scapula and shoulder joint. In: Piermattei’s Atlas of Surgical Approaches to the Bones and Joints of the Dog and Cat. 5th edn. Elsevier Saunders, St. Louis, pp. 118-119.
  • Johnson KA (2014b) The Forelimb. In: Piermattei’s Atlas of Surgical Approaches to the Bones and Joints of the Dog and Cat. 5th edn. Elsevier Saunders, St. Louis, pp. 198-201.
  • Johnson KA (2014c) The Hindlimb. In: Piermattei’s Atlas of Surgical Approaches to the Bones and Joints of the Dog and Cat. 5th edn. Elsevier Saunders, St. Louis, pp. 328-335.
  • Kot W, Partlow GD, Parent J (1994) Anatomical survey of the cat’s lumbosacral spinal cord. Progr Vet Neurol 5, 162–166.
  • Langley-Hobbs SJ (2018) Fractures of the humerus. In: S. A. Johnston, K. M. Tobias. Veterinary Surgery Small Animal. 2nd edn. Elsevier Saunders, St. Louis, pp. 1980-2014.
  • Martin SL (1994) The domesticated cat. In: R. Sherding. The Cat. Diseases and Clinical Management. 2nd edn. Churchill Livingstone, New York, pp. 1–6.
  • McCarthy PH, Wood AK (1989) Anatomical and radiological observations of the sesamoid bone of the popliteus muscle in the adult dog and cat. Anat Histol Embryol 18, 58–65.
  • Ness MG, Abercromby RH, May C, Turner BM, Carmichael S (1996) A survey of orthopaedic conditions in small animal veterinary practice in Britain. Vet Comp Orthop Traumatol 9, 43–52.
  • Oliver JE, Lorenz MD, Kornegay JN (1997) Neurologic history and examination. In: Handbook of veterinary neurology. 3rd edn. WB Saunders, Philadelphia, pp. 3–46.
  • Richardson ER, Thacher CW (1993) Tibial fractures in cats. Compend Contin Educ Pract Vet 15, 383–394.
  • Scavelli TD, Schrader SC (1987) Nonsurgical management of rupture of the cranial cruciate ligament in 18 cats. J Am Anim Hosp Assoc 23, 337–340.
  • Schaer M (1994) The medical history, physical examination, and physical restraint. In: R. G. Sherding. The Cat. Diseases and Clinical Management. 2nd edn. Churchill Livingstone, New York, pp. 7–23.
  • Schrader SC (1994) Orthopedic surgery. In: R. G. Sherding. The Cat. Clinical Diseases and Clinical Management. 2nd edn. Churchill- Livingstone, New York, pp. 1649–1709.
  • Scott HW (2005) Repair of long bone fractures in cats. In Pract 27, 390–397.
  • Scott HW, McLaughlin R (2007a) Introduction to Feline Orthopedic Surgery. In: Feline Orthopedics. Manson Publishing, London, pp. 9-16.
  • Scott HW, McLaughlin R (2007b) Fractures and Disorders of the hindlimb. In: Feline Orthopedics. Manson Publishing, London, pp. 184-191.
  • Smith RN (1969) Fusion of ossification centres in the cat. J Small Anim Pract 10, 523–530.
  • Thrall DE (2016) The thoracic limb. In: D. E. Thrall, I. D. Robertson. Atlas of Normal Radiographic Anatomy & Anatomic Variants in the Dog and Cat. 2nd edn. Elsevier, St. Louis, pp. 90-135.
  • Toombs JP, Wallace LJ, Bjorling DE, Rowland GN (1985) Evaluation of Key’s hypothesis in the feline tibia: an experimental model for augmented bone healing studies. Am J Vet Res 46, 513–517.
  • Umphlet RC (1993) Feline stifle disease. Vet Clin North Am Small Anim Pract 23, 897–913.
  • Voss K, Steffen F (2009) Patient assessment. In: P. M.Montavon, K. Voss, S. J. Langley-Hobbs. Feline Orthopedic Surgery and Musculoskeletal Disease. Elsevier Saunders, Philadelphia, pp. 3-19.
  • Waibl H (2004). Bones and joints. In: H. Waibl, E. Mayrhofer, U. Matis, L. Brunnberg, R. Kostlin, eds. Atlas of Radiographic Anatomy of the Cat. Parey Verlag, Stuttgart, pp. 245-290.
  • Wood AK, McCarthy PH, Martin IC (1995) Anatomic and radiographic appearance of a sesamoid bone in the tendon of origin of the supinator muscle in the cat. Am J Vet Res 56, 736–738.

 

Υπεύθυνος αλληλογραφίας:
Μιλτιάδης Δέντσας
e-mail: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. 

 

Επικοινωνία

Ιατρική Ζώων Συντροφιάς

Πύργος Απόλλων
Λουΐζης Ριανκούρ 64
115 23 Αθήνα
Τηλ: 2107759727
Fax: 2107753460
iatrikizs@hcavs.gr

Χορηγός Επικοινωνίας

 
diagnovet